Με το όνομα Σκύθες αναφέρονται από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς ένα σύνολο νομαδικών φυλών που ερχόταν σε επαφή μαζί τους και ζούσε στην Κεντρική Ασία και στα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Οι Σκύθες θεωρούνται ο λαός καταγωγής των θρυλικών Αμαζόνων.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Σκύθες ονόμαζαν τους εαυτούς του Σκολότες. Το ελληνικό Σκύθες προφανώς αντικατοπτρίζει μια παλαιότερη αντήχηση του ιδίου ονόματος *Skuδa- (όπου ο Ηρόδοτος μεταγράφει το [[δ]] σε λάμδα ενώ το -τοι αντιπροσωπεύει την κατάληξη πληθυντικού -τα της γλώσσας του Νότιου Ιράν). Η λέξη αρχικά σήμαινε τοξευτής, τοξότης και προήλθε αρχικά από την πρωτοινδοευρωπαική ρίζα -skeud- εκτοξεύω, πετώ (σύγκρινε με την αγγλική λέξη shoot).
Το όνομα που είχαν οι Σογδιανοί για τον εαυτό τους, Swγδ, προφανώς αντιπροσωπεύει το ίδιο όνομα (*Skuδa > *Suγuδa με ανάπτυξη φωνήεντος). Το όνομα υπάρχει επίσης και στα ασσυριακά με τη μορφή Aškuzai ή Iškuzai, Σκύθης.
Στα παραδοσιακά πολωνικά και ουκρανικά τραγούδια οι άνθρωποι της στέπας ονομάζονται Σόκολοι το οποίο πιθανόν να προέρχεται από το Σκολότοι (Skolotoi).
Οι παλαιοί Πέρσες χρησιμοποιούσαν ένα άλλο όνομα για τους Σκύθες και συγκεκριμένα το Saka, το οποίο πιθανόν να προέρχεται από την Ιρανική ρηματική ρίζα sak- πηγαίνω, περιπλανώμαι, δηλ. περιπλανώμενος, νομάδας.
Σκυθική Κοινωνία
Οι Σκύθες αποτελούσαν ένα χαλαρό δίκτυο από νομαδικές φυλές από έφιππους βοσκούς. Εισέβαλαν σε πολλές περιοχές στις στέπες της Ευρασίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σήμερα αποτελούν το Καζακστάν, Αζερμπαϊτζάν, τη νότια Ουκρανία και τη Νότια Ρωσία. Οι Σκύθες, που κυβερνώνταν από ολιγάριθμες ελίτ οι οποίες συνδέονταν με στενές συμμαχίες, ήταν διάσημοι για τους τοξότες τους και πολλοί έβρισκαν εργασία ως μισθοφόροι. Οι σκυθικές ελίτ είχαν τάφους τύπου «κουργκάν»: ψηλοί λόφοι υψωμένοι πάνω από τάφους-δωμάτια από ξύλο πεύκου, φυλλοβόλο κωνοφόρο το οποίο πιθανόν να είχε ιδιαίτερη σημασία ως το δέντρο της ανανέωσης της ζωής, επειδή μένει γυμνό τον χειμώνα. Χώροι ταφής στο Πάζυρυκ, στα όρη Αλτάι, περιλαμβάνουν ορισμένους εντυπωσιακά διατηρημένους Σκύθες του πολιτισμού Πάζυρυκ — συμπεριλαμβανομένης της «Παγωμένης Παρθένας» του 5ου αιώνα π.Χ.
Οι Σκύθισσες γυναίκες ντύνονταν με τον ίδιο τρόπο με τους άντρες, και πολεμούσαν στο πλευρό τους στη μάχη. Ένας τάφος Πάζυρυκ που βρέθηκε στη δεκαετία του 1990 το επιβεβαιώνει. Περιλάμβανε τους σκελετούς από έναν άντρα και μια γυναίκα, καθέναν από αυτούς με όπλα, μύτες από βέλη και ένα τσεκούρι. «Η γυναίκα ήταν ντυμένη ακριβώς όπως ο άντρας. Αυτό δείχνει ότι ορισμένες γυναίκες, κυρίως νέες και ανύπαντρες, μπορούσαν να είναι πολεμίστριες, στην κυριολεξία Αμαζόνες. Αυτό δεν αποτελούσε προσβολή στις αρχές της νομαδικής κοινωνίας», σύμφωνα με τη συνέντευξη ενός από τους αρχαιολόγους, για το ντοκιμαντέρ του NOVA το 1998, «The Ice Mummies».
Οι Σκύθισσες πολεμίστριες έγιναν πολύ δημοφιλείς συναγωνιζόμενες για την τιμή τού να έχουν εμπνεύσει τον ελληνικό μύθο των Αμαζόνων. Στο ντοκιμαντέρ Secrets of the Dead - Amazon Warrior Women (4/8/2004), η αρχαιολόγος Jeannine Davis-Kimball παρέχει αρχαιολογικές και γενετικές αποδείξεις ότι οι Σαυρομάτες πιθανόν να αποτέλεσαν την πηγή αυτών των ελληνικών μύθων.
Απ' όσο γνωρίζουμε, οι Σκύθες δεν είχαν σύστημα γραφής. Μέχρι και τις πρόσφατες αρχαιολογικές εξελίξεις, οι περισσότερες πληροφορίες γι΄ αυτούς προέρχονταν από τους Έλληνες. Ο θησαυρός του Ζίβιγιε, ένας θησαυρός από προϊόντα μεταλλοτεχνίας από χρυσό, ασήμι και ελεφαντόδοντο, που βρέθηκε δίπλα στην πόλη του Σακίζ, νότια της λίμνης Ούρμια και χρονολογείται μεταξύ 680 π.Χ και 625 π. Χ. περιλαμβάνει αντικείμενα με σκυθικά (τεχνοτροπία με εικόνες ζώων) χαρακτηριστικά. Ένα ασημένιο πιάτο από τα ευρήματα φέρει κάποιες επιγραφές, σε γραφή η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί και πιθανόν είναι μια μορφή σκυθικής γραφής.
Ο Όμηρος αποκαλούσε τους Σκύθες «αρμεχτές φοράδων» και τους περιέγραψε με λεπτομέρειες: η στολή τους αποτελούνταν από παραγεμισμένα κεντημένα δερμάτινα παντελόνια, σουρωμένα μέσα σε μπότες, και ανοιχτούς χιτώνες. Ίππευαν δίχως αναβολείς ή σαμάρια, μόνο σαμαροσκούτια. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Σκύθες χρησιμοποιούσαν κάνναβη τόσο για να υφαίνουν τα ρούχα τους, όσο και για να καθαρίζονται στον καπνό της. Η χρήση της κάνναβης σε ταφικές τελετές έχει επιβεβαιωθεί από την αρχαιολογία. Ο Σκύθης φιλόσοφος Ανάχαρσις επισκέφθηκε την Αθήνα τον 6ο αιώνα π. Χ. και έγινε διάσημος σοφός. Οι Σκύθες είναι επίσης γνωστοί για τη χρήση αγκυλωτών και δηλητηριωδών βελών πολλών τύπων, τη νομαδική ζωή που επικεντρώνονταν γύρω από τα άλογα - τρέφονταν από το αίμα των αλόγων σύμφωνα με τον Ηρόδοτο- και την ικανότητά τους στον ανταρτοπόλεμο. Οι Σκύθες από μερικούς θεωρούνται ότι πιθανά είναι οι πρώτοι που εξημέρωσαν το άλογο και το χρησιμοποίησαν στη μάχη αν και ιστορικά αυτό δεν ευσταθεί.
Ιστορία
Χρυσή διακόσμηση ρούχου, που δείχνει δύο Σκύθες τοξότες, 400 με 350 π.Χ. Προφανώς από την Κουλ Ομπά της Κριμαίας, σήμερα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει καμία ευρέως αποδεκτή εξήγηση για την καταγωγή των Σκυθών, ούτε του πως μετανάστευσαν στον Καύκασο και την Ουκρανία. Όμως πολλοί μελετητές συμπίπτουν στο ότι μετανάστευσαν δυτικά από την Κεντρική Ασία μεταξύ του 800 π.Χ. και 600 π.Χ.
Ο Ηρόδοτος αποδίδει το όνομα της χώρας από όπου κατάγονται οι Σκύθες ως Γέρρος. Ετοίμαζαν τον νεκρό τους και ταξίδευαν με αυτόν μακρινές αποστάσεις για να τον πάνε στους Γέρους για ταφή.
Τα ασσυριακά αρχεία, τα πρώτα που αναφέρουν τους Ισκουζάι, χρονολογούνται περίπου από το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ. Ο Ηρόδοτος επίσης επιβεβαιώνει ότι ο βασιλιάς τους Παρτάτουα είχε συμμαχία με την Ασσυρία και ότι ο Μαννάι τον αναγνώριζε. Το 663 π.Χ. ο γιος του Παρτάτουα, Μάδυος, μετά από αίτηση του Ασουρμπανιπάλ (Σαρδανάπαλος) της Ασσυρίας νίκησε τον βασιλιά των Μήδων Φαραόρτη (Κσαθρίτα), αποκτώντας τον έλεγχο επί των Μήδων μέχρι το 625 π.Χ. Μέχρι το τέλος της βασιλείας του είχε οδηγήσει τους Σκύθες και τους Κιμμέριους (προφανώς στενοί συγγενείς) σε σε μια έκρηξη λεηλασιών, που μάστιζε την Ασσυρία, τη Μικρά Ασία, τη Βόρεια Συρία, τη Φοινίκη, τη Δαμασκό και τη Φιλισταία (Παλαιστίνη). Λεηλάτησαν τον Ναό της Αφροδίτης στο Ασκελόν, και ο Ιερεμίας τους αναφέρει ως "καταστροφέας εθνών ... (του οποίου) τα άρματα είναι σαν ανεμοστρόβιλος".
Μετά το 625 ωστόσο, οι Σκύθες εγκατέλειψαν τη Μηδική Αυτοκρατορία -οι ιστορικοί διαφωνούν για το αν το έπραξαν αυτό με τη θέλησή τους, ή τους εξόρισαν. Όπως και να 'χει, δεδομένου ότι ακολούθησε η καταστροφή της Ασσούρ από τους Μήδους το 614 π.Χ., χρειάστηκε να αλλάξουν πλευρά και να συμμαχήσουν με τους Μήδους. Αποτέλεσαν τμήμα της δύναμης που κατέστρεψε τη Νινευή το 612 π.Χ. Λίγο καιρό αργότερα, οι Σκύθες ξαναγύρισαν στις στέπες.
Το 512 π.Χ., όταν ο βασιλιάς Δαρείος ο Μέγας της Περσίας επιτέθηκε στους Σκύθες, φαίνεται να τους προσέγγισε διασχίζοντας τον Δούναβη. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται ότι οι Σκύθες, ως νομάδες που ήταν, κατάφεραν να μπερδέψουν τα σχέδια του Περσικού στρατού, αφήνοντάς τους να προελάσουν κατά μήκος ολόκληρης της χώρας, χωρίς συμπλοκή. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος με αυτόν τον τρόπο κατέληξε να φτάσει μέχρι τον ποταμό Βόλγα.
Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Σκύθες φαίνεται να ευημερούσαν. Όταν ο Ηρόδοτος έγραψε την Ιστορία του κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., οι Έλληνες διέκριναν την «Μεγάλη Σκυθία» η οποία εκτεινόταν σε απόσταση 20 ημερών με το άλογο από τον ποταμό Δούναβη, προς τα δυτικά, κατά μήκος των στεπών της σημερινής Ουκρανίας έως το κατώτερο μέρος της λεκάνης του ποταμού Ντον, από την «Μικρή Σκυθία». Ο Ντον, που ήταν τότε γνωστός ως «Τάναϊς», χρησίμευε ως κύρια εμπορική αρτηρία ήδη από τότε. Προφανώς οι Σκύθες απέκτησαν τον πλούτο τους από τον έλεγχο του δουλεμπορίου, από τον βορρά στην Ελλάδα, μέσω των λιμανιών των ελληνικών αποικιών της Μαύρης Θάλασσας. Επίσης, καλλιεργούσαν δημητριακά και μετέφεραν με πλοία σιτάρι, μαλλί και τυρί στην Ελλάδα.
Οι Σκύθες της Κριμαίας δημιούργησαν ένα βασίλειο που εκτεινόταν από το κάτω μέρος του Δνείπερου μέχρι την Κριμαία. Η πρωτεύουσά τους, η Σκυθική Νεάπολη, βρισκόταν στα προάστια της σημερινής Συμφερούπολης (οι Γότθοι την κατέστρεψαν πολύ αργότερα, κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ.).
Στη νοτιότερη γωνία των πεδιάδων, βόρεια από τα δάση της Θράκης, ο Φίλιππος ο Μακεδόνας εγκατέστησε μακεδονικές εμπορικές πόλεις κατά μήκος δρόμων που έφταναν βόρεια μέχρι τον Δούναβη κατά τη διάρκεια του 330 π.Χ.(Φοξ 1973). Οι Έλληνες τεχνίτες από τις αποικίες βόρεια της Μαύρης Θάλασσας έφτιαξαν εντυπωσιακά σκυθικά χρυσά στολίδια (δες παρακάτω), χρησιμοποιώντας τον ελληνικό ρεαλισμό για να αναπαραστήσουν σκυθικά μοτίβα λιονταριών, κερασφόρων ελαφιών, και γρυπών. Η ελληνο-σκυθική επαφή επικεντρώθηκε στις ελληνιστικές πόλεις και οικισμούς της Κριμαίας (ιδίως στο Βασίλειο του Βοσπόρου).
Λίγο μετά το 300 π.Χ., οι Κέλτες φαίνεται ότι εκτόπισαν τους Σκύθες από τα Βαλκάνια, ενώ στη νότια Ρωσία, μια συγγενική φυλή, οι Σαυρομάτες, σταδιακά υπερίσχυσαν αυτών.
Πηγή εικόνας : Από Epiktetos (signed) - Jastrow (2006), Κοινό Κτήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου