Pages

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

Ο εν τω Καβειρίω της Θήβας Παίς!!!



Ο Παυσανίας, στο «Ελλάδος περιηγήσις : Βοιωτικά, 9.25.5.1 – 9.26.1.1», αναφέρεται στον δρόμο από την Θήβα προς τα ερείπια της Ογχηστού και μας λέγει εκτός των άλλων ότι : «προχωρώντας από την Θήβα (από τις Νηϊστές πύλες[1]) εικοσιπέντε στάδια, υπάρχει άλσος της Καβειραίας Δήμητρας και της Κόρης, στο οποίο μπορούν να μπούν οι μυημένοι. Από το άλσος αυτό επτά στάδια περίπου είναι το ιερό των ΚαβείρωνΠοιοι είναι οι Κάβειροι και τι είδους δρώμενα γίνονται για αυτούς «καὶ τῇ Μητρὶ» θα τα αποσιωπίσω, και ας με συγχωρήσουν οι φιλομαθείς

Όμως τίποτα δεν με εμποδίζει να αναφέρω σε όλους όσα λένε οι Θηβαίοι για την αρχή των τελετών. Λένε ότι εδώ κοντά υπήρχε πόλη, όπου ζούσαν οι λεγόμενοι Κάβειροι. Στον Προμηθέα, έναν από τους Κάβειρους, και στον γιό του Προμηθέα Αιτναιό, φτάνοντας η Δήμητρα, τους έμαθε κάτι («ἐς γνῶσιν παρακαταθέσθαι σφίσιν»). Ποια είναι  «ἡ παρακαταθήκη καὶ τὰ ἐς αὐτὴν γινόμενα» νομίζω πως είναι ανόσιο να το γράψω, όμως «Δήμητρος δ᾽ οὖν Καβειραίοις δῶρόν ἐστιν ἡ τελετή».

 Κατά την εκστρατεία των Επιγόνων και την άλωση της Θήβας, οι Καβειραίοι διώχτηκαν από τους Αργείους και για κάποιο διάστημα σταμάτησε και η τελετή. Αργότερα λένε πως η Πελαργή, κόρη του Ποτνιέα, και σύζηγος της Πελαργής Ισθμιάδης οργάνωσαν από την αρχή εκεί τις οργιαστικές τελετές, αλλά τις μέτέφεραν στον λεγόμενο Αλεξιάρουν. 

Επειδή όμως η Πελαργή έκανε τη μύηση έξω από τα παλιά σύνορα, ο Τηλώνδης και όσοι επιζούσαν από τη γενιά των Καβειριτών επέστρεψαν πάλι στην Καβειραία. 

Για να τιμήσουν την Πελαργή και άλλα έχουν οριστεί, σύμφωνα με χρησμό από τη Δωδώνη, αλλά και η θυσία ζώου «φέρον ἐν τῇ γαστρὶ ἱερεῖον»«τὸ δὲ μήνιμα τὸ ἐκ τῶν Καβείρων ἀπαραίτητόν ἐστιν ἀνθρώποι», όπως φάνηκε με πολλούς τρόπους. 

Κάποιοι ιδιώτες τόλμησαν να τελέσουν στην Ναύπακτο τα μυστήρια της Θήβας, αλλά δεν άργησαν να τιμωρηθούν. Οσοι από τον στρατό του Ξέρξη, που είχαν μείνει στην Βοιωτία με τον Μαρδόνιο, είχαν μπει στο ιερό των Καβείρων, ίσως με την ελπίδα μεγάλου κέρδους, αλλά μου φαίνεται περισσότερο από ασέβεια στους θεούς, αυτοί αμέσως παραφρόνησαν και σκοτώθηκαν πέφτοντας στην θάλασσα ή στους γκρεμούς. 10. Κι όταν ο Αλέξανδρος νίκησε σε μάχη και έκαψε τη Θήβαϊδα, οι Μακεδόνες που μπήκαν στο ιερό των Καβείρων, βρισκόταν κι αυτό σε γη εχθρική, σκοτώθηκαν από εξ ουρανού κεραυνούς και αστραπές. Έτσι το ιερό αυτό από την αρχή ήταν άγιο».

Βέβαια θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι συμφώνως με τον Ερμεία τον Αλεξανδρινό, στο «Σχόλια στον πλατωνικό Φαίδρο, 160.17», «τελετὴ γὰρ ἡ τῶν νοητῶν θέα». Μάλιστα ο Ερμείας, στο «Σχόλια στον πλατωνικό Φαίδρο, σ. 178.  8 – 26), σχολιάζοντας τα λεγόμενα του Πλάτωνας στον «Φαίδρος,  249.d.4 – 250.c.6), όπου ό Πλάτων αναφέρεται στην «Τελετή» μας λέγει ο Ερμείας ότι :

«Η λέξη τελετή ονομάστηκε έτσι διότι καθιστούσε την ψυχή τέλεια. Η ψυχή, επομένως, ήταν κάποτε τέλεια. Αλλά εδώ χωρίζεται και δεν είναι ικανή να ενεργεί εξ ολοκλήρου μόνη τηςΕίναι δε αναγκαίο να γνωρίζουμε ότι τελετή, μύησις και εποπτεία διαφέρουν μεταξύ τους. Η τελετή είναι ανάλογη προς αυτό που είναι προπαρασκευαστικό για τους καθαρμούς. Ενώ η μύησις, που ονομάζεται έτσι από το κλείσιμο των ματιών, είναι περισσότερο θεϊκή. Το κλείσιμο των ματιών στη μύηση σημαίνει ότι δε λαμβάνεις μέσω της αίσθησης αυτά τα θεϊκά μυστήρια, αλλά με την ίδια την αγνή ψυχή. Και η εποπτεία είναι η εντός των θείων μυστηρίων εδραίωση, οπότε αποβαίνεις επόπτης των μυστηρίων.»

Και αυτό έχοντας κατά νου ότι συμφώνως με τον Ερμεία, στο  «Σχόλια στον πλατωνικό Φαίδρο, 174.4 – 174.5»,

«μπορεί να ενωθεί με τους Θεούς η ψυχής, κατά την διάρκεια της εν τη γενέσει ζωής της, όταν θεωρώντας όλο το αισθητό και ουράνιο κάλλος ξανά θυμηθεί το νοητό κάλος.»

Άλλωστε τροφή για τις ψυχές είναι το νοητό, «Η διάνοια του θεού, τρέφεται με νου και επιστήμη άκρατον, καθώς και η διάνοια κάθε άλλης ψυχής που μέλλει να δεχτεί το αναγκαίο» λέει ο Πλάτων (στον «Φαίδρο, 247.d.1 – 247.d.5».) επειδή και τα πρώτα νοητά λέγεται ότι «τρέφουν τις ψυχές», άλλωστε «Το θείο είναι ωραίοσοφό και αγαθό, και έχει κάθε άλλη ανάλογη ιδιότητα. Με αυτές λοιπόν τρέφεται και αυξάνει προ πάντων το πτέρωμα της ψυχής» λέγεται στον «Φαίδρο, 246.d.8 – 246.e.5».

Στην εικόνα βλέπουμε σκηνή σε όστρακο καβειρικού σκύφου με ξεκάθαρο υπαινιγμό στην υφαντική. ο σκύφος έχει βρεθεί στο Καβείριο της Θήβας το οποίο βρίσκεται σε απόσταση περίπου 5,5 χλμ. από τη Θήβα και στο δρόμο προς τη Λειβαδιά, ήταν ιερό όπου τελούνταν μυστήρια προς τιμήν του θεού Καβείρου και του γιού του, του Παι.

Η Κράτεια (<Κράτεια> = ὄνομα πόλεως. <Κρατεῖν> = νικᾶν. [Βλ. Λεξικό Σουίδα].<Κράτεια> = Παρὰ τὸ κρατῶ κράτεια, ὡς ἀνθῶ, ἄνθεια. [Βλ. Μέγα Ετυμολογικό].

Ως εκ τούτου η Κράτεια, που είναι ή σημαίνει (η) Νίκη, αγκαλιάζει τον Μίτο (ο Επιγένης στο έργο του «Περί Ορφέως ποιήσεως λέγει ότι ο Ορφέας με τον ««μίτον» δὲ τὸ σπέρμα ἀλληγορεῖσθαι», επίσης <Μίτος> = τὸ λεπτότατον σχοινίον. καὶ παροιμία· <Ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆσθαι>. σημαίνει δὲ καὶ ὄνομα πόλεως.[Βλ. Λεξικό  Σουίδα]. <Μίτος> = τὸ ὑφαινόμενον ἐν τῷ στήμονι πλαγίως νῆμα. [Βλ. Λεξικό Ψευδο-Ζωναρά]).

Ο μίτος δηλ. δηλώνει όχι μόνον το σπέρμα του ανθρώπου αλλα και την θνητή ψυχή.

Δίπλα τους απεικονίζεται προφανώς το αποτέλεσμα της ένωσής τους, ο Πρατόλαος (λαός = φώς & λίθος => πρώτο φώς & ακρογωνιαίος λίθος). Ο μύθος αυτός, η γένεσης του Πρατόλαου, διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια του τεράστιου σε μέγεθος ανακεκλιμένου θεού Καβείρου, που κρατά «κάνθαρο τύπου Β»[2], και του οινοχόου του, του ΠΑΙ, ο οποίος κρατά Οινοχόη και παίρνει οίνο από τον εμπρός του εβρισκόμενο «Καλυκόσχημο – καλυκοειδής κρατήρα»[3] .

Όμως όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τον Κρατύλο Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 56», σχολιάζοντας περί ονομάτων μας λέγει η σαΐτα είναι εικόνα της δύναμης των θεών που μπορεί να διακρίνει τα καθολικά από τα μεριστά. Διότι της ενέργειας εκείνης αποτυπώνει στα στημόνια και δίνει σημάδια της τάξης των θεών που μπορούν να διακρίνουν. Και όταν οι θεολόγοι καταπιάνονται με τις σαίτες, ούτε την ιδέα της σαίτας εννοούν ούτε χρησιμοποιούν την λέξη συμβατικά. Αλλά κατά αναλογία. Ότι δηλαδή είναι η σαίτα στην υφαντική, αυτό είναι η διάκριση στην δημιουργία των ειδών. Η αναλογία όμως δεν είναι σχέση ιδέας προς το είδωλο ούτε υπάρχει μόνο θέσει, κατά τρόπο, φερ’ ειπείν, που ο Πλάτων στον «Φαίδρο» ονομάζει «ίππους» τις τέτοιου είδους δυνάμεις των ψυχών, ούτε κατά τυχαίο τρόπο, ούτε πάλι εννοεί ότι εκείνες είναι ιδέες των αισθητών ίππων, αλλά χρησιμοποιεί την αναλογία. Έτσι και οι τελεστές, μέσα από την τέτοιοι είδους συνάφεια, δημιουργούν μια ταυτοπάθεια μεταξύ των εδώ πραγμάτων και των θεών και χρησιμοποιούν τα όργανα τούτα σαν σημεία των θεϊκών δυνάμεων – την σαίτα για τις διακριτικές, τον κρατήρα των ζωογονικών, το σκήπτρο για τις ηγεμονικές, το κλειδί για τις φρουρητικές, και κατά αυτόν τον τρόπο στην περίπτωση των άλλων πραγμάτων δίνουν τις ονομασίες χρησιμοποιώντας την αναλογία.

Μάλιστα και όπως μας αναφέρει ο Πρόκλος, στα «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 53. 9-35», τις ποιητικές και γόνιμες δυνάμεις των θεών, τις οποίες προάγουν (χορηγούν) στο σύμπαν, τις αποκαλούμε τέχνες δημιουργικές, νοητικές, γεννητικές και τελεσιουργούς (τελειοποιητικές). Μάλιστα οι θεολόγοι των Ελλήνων μέσω αυτών υποδείχνουν τις θεϊκές δημιουργίες, καθώς αναφέρουν ότι οι Κύκλωπες είναι αίτιοι της τεχνικής ποιήσεως (δημιουργίας), αυτοί είναι που δίδαξαν τον Ζευς, την Αθηνά και τον Ήφαιστο, και ότι η Αθηνά, ανάμεσα στις άλλες τέχνες ξεχωριστά προστατεύει την υφαντική και ότι ο Ήφαιστος είναι έφορος της μεταλουργίας.  Η δε υφαντική αρχίζει από την δέσποινα Αθηνά («γιατί είναι ανώτερη από όλες τις αθάνατες να υφαίνει τον ιστό, και της υφαντικής τα έργα να πετυχαίνει  – ἥδε γὰρ ἀθανάτων προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων ἱστὸν ὑφήνασθαι, ταλασήια τ᾽ ἔργα πινύσσειν» λέγεται στο ορφικό απόσπασμα Νο.135και προχωρά στην ζωογόνο της Κόρης σειρά (καθώς αυτή, που μένει άνω, και όλος ο χορός της λέγεται ότι υφαίνει τον διάκοσμο της ζωήςκαι δέχεται την μέθεξη [συμμετοχή] πάντων των εγκόσμιων θεών (καθώς ο ένας δημιουργός ορίζει στους νέους δημιουργούς να υφαίνουν μαζί με το αθάνατο το θνητό είδος ζωήςκαι τελειώνει με τους της γενέσεως επόπτες & προστάτες θεούς, ανάμεσα στους οποίους είναι και η ομηρική Κίρκη[4], η οποία υφαίνει «τὴν ἐν τῷ τετραστοίχῳ ζωὴν»[5] και ταυτόχρονα με τις ωδές της «ἐναρμόνιον ποιοῦσα τὸν ὑπὸ σελήνην τόπον»Οι θεολόγοι των Ελλήνων, λοιπόν, συγκαταλέγουν την Κίρκη σε τούτες τις υφάντρες, ωστόσο, καταπώς λένε, παρουσιάζουν “χρυσή” την νοητική και άχραντη ουσία της, άυλη και αμιγή προς την γένεσιν, λέγοντας επίσης ότι το έργο της διακρίνει τα «ἑστῶτα» από τα κινούμενα και τα χωρίζει κατά την θεϊκή ετερότητα[6]. Αν λοιπόν κάποιος, ακολουθώντας τις αναλογίες, ονομάσει αφενός τις δυνάμεις των θεών αιτίες των εν λόγω τεχνών και εφετέρου τα αποτελέσματα τους δυνάμεις των εκλάμψεων τούτων που φτάνουν σε κάθε σημείο του Κόσμου, θα έχει πει κάτι πολύ ορθό. Δεν πρέπει όμως σε καμία περίπτωση να αποδείδουμε στην Αθηνά μόνο την δική μας υφαντική, αλλα πρίν από αυτή εκείνη που ενεργεί μέσω της φύσης και συνδέει τα γενητά με τα αϊδια, τα θνητά με τα αθάνατα, τα σώματα με τα ασώματα, τα αισθητά με τα νοητά, και να θεώμεθα προωταρχικά την καθόλου τεκτονική των φύσεων και καθεμία από τις άλλες τέχνες. Συνεπώς και για την σαίτα θα είναι κάτι ανάλογο παντού, ικανή να διακρίνει τα συστατικά γένη των όντων, ώστε, με τον συνδυασμό τους, να διατηρείται η διαίρεση και να κρτατά ατόφια την ύπαρξή τους.

Βεάβαια ο Πρόκλος, στο έργο του «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, 1. 7 – 9» και «Εις πρώτον Ευκλείδου Στοιχείων, 167. 9 -11 », μας λέγει ότι υπάρχουν τρείς δημιουργίες με τους αντίστοιχους δημιουργούς, τα είδη της πολιτείας είναι τρία και ανάγονται στις τρείς μορφές δημιουργίας, αυτές του Διός, του Διονύσου και του Άδη, έτσι έχοντας κατά νου ότι κάθε πολιτικός τείνει στο να αποτελεί απεικόνιση ενός δημιουργού καταλαβαίνουμε ότι εκείνος που κάνει τα πάντα κοινά είναι απεικόνιση του δημιουργού των όλων. Εκείνος που μοιράζει και διαχωρίζει αυτού που διακρίνει τα μέρη από το όλον. Ενώ, τέλος, εκείνος που επανορθώνει όσα αλλοιώνονται αυτού που αποκαθιστά όσα υπόκεινται σε γένεση και φθορά. Η πρώτη δημιουργία είναι η δημιουργία των όλων και Δημιουργός είναι ο Ζεύς. Η δεύτερη δημιουργία είναι η δημιουργία των μερών και Δημιουργός είναι ο ΔιόνυσοςΕποπτεύει την υγρή και θερμή γέννηση της οποίας σύμβολο είναι ο οίνος, ως θερμός και υγρός, για αυτό και σύμβολο του Διονύσου είναι ο οίνος. Η τρίτη δημιουργία είναι η δημιουργία της υποσελήνιου περιοχής και Δημιουργός είναι ο Άδωνις.

Ενώ στο έργο του«Εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος Εκλογαί χρήσιμοι, 182» σχολιάζοντας τα λόγια του Σωκράτη που στον Πλατωνικό «Κρατύλο, 406.c-3-6» μας λέγει ότι : «Διόνυσος μπορεί να ονομάζεται, εκείνος, ο οποίος δίδει τον οίνον και που «Διδοίνυσος» στα αστεία ονομάζεται, ο οίνος δε ονομάζεται έτσι, γιατί κάνει πολλούς από αυτούς που πίνουν, να νομίζουν ότι έχουν νουν, ενώ δεν έχουν και για αυτό «οιόνους» σωστότερα έπρεπε να ονομάζεται ο Διόνυσος », ο Πρόκλος μας λέγει ότι τον κύριό μας τον Διόνυσο οι θεολόγοι πολλές φορές τον αποκαλούν «Οίνο» με βάση τα τελευταία του δώρα, όπως επί παραδείγματι ο Ορφέας στο απ. Νο. 202 λέγει : “Τη ρίζα του Οίνου από μονή που ήταν την έκαναν τριπλή” ή στο απ. Νο. 203 που λέγει ότι : “Του Οίνου όλα τα μέλη λάβε τα με προσοχή και φέρ’ τα μου” ή ακόμη στο απ. Νο. 204 που λέγει “Ήταν οργισμένη με τον Οίνο, τον γιο του Διός”. Αν πάλι ο ίδιος ο θεός ονομάζεται έτσι, είναι φανερό ότι και οι πρώτες και οι ενδιάμεσες ενέργειές του θα μπορούσαν να πάρουν την ίδια ονομασία με την τελευταία, ώστε ο Σωκράτης του Πλατωνικού «Κρατύλου» αποβλέποντας σε τούτο ακριβώς το στοιχείο ονομάζει τον θεό «Διδοίνυσον», ξεκινώντας από τον οίνο, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, μπορεί να δηλώσει όλες τις δυνάμεις του θεού. Όπως και στον Πλατωνικό «Φαίδρο» ο Σωκράτης ονομάζει τον μεγάλο Έρωτα με κοινή ονομασία τόσο για τον θεϊκό όσο και για τον σωματικό. Ο Πρόκλος λοιπόν λέγει ότι όταν ακούμε κοινή για τον οίνου πρέπει να σχηματίζουμε την εντύπωση για τον μερικό Νου. Πραγματικά, το «οιόνους» δεν είναι άλλο παρά το διαιρεμένο από το όλον και δεκτικό πλέον συμμετοχής νοητικό είδος, που γίνεται «οίον» [μόνο] και μονάχο. Ο μεν πλήρης Νους δηλαδή είναι τα πάντα και ενεργεί ως προς τα πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ο μερικός όμως και δεκτικός συμμετοχής είναι τα πάντα, αλλά ενεργεί ως προς το ένα είδος, εκείνο που προβάλλεται σε αυτόν από όλα, το Ηλιακό, το Σεληνιακό ή το Ερμαϊκό. Τούτο λοιπόν το ιδιαίτερο και διαχωρισμένο από τα υπόλοιπα δηλώνει ο οίνος που σημαίνει τον «οίον» και «τινά» Νουν. Επειδή λοιπόν ολόκληρη η μεριστή δημιουργία είναι εξαρτημένη από την μονάδα του Διονύσου, διαιρώντας από τον καθολικό νου τους επιδεκτικούς συμμετοχής εγκόσμιους νόες, και το πλήθος των ψυχών από την μία ψυχή, και όλες τις αισθητές μορφές από τις δικές τους ολότητες, για αυτό και τον ίδιο τον θεό οι θεολόγοι τον παρονόμασαν «Οίνο», και ομοίως όλα τα δημιουργήματα του. Διότι όλα είναι γεννήματα του Νου και μετέχουν στην μεριστή διανομή του Νου άλλα από πιο μακριά και άλλα από πιο κοντά. Ανάλογα ενεργεί και ο οίνος όταν εισέλθει στα όντα. Στο σώμα, αφενός, κατά τον τρόπο του ειδώλου [ειδωλικώς], με εικασίες και φαντασία [φανταστικές εικόνες], και στα νοητικά, αφετέρου, κατά τον τρόπο που ενεργεί και δημιουργεί ο νους. Άλλωστε και στον διαμελισμό από τους Τιτάνες μόνο η καρδιά λέγεται ότι έμεινε αδιαίρετη, δηλαδή η αμέριστη ουσία του νου.

Ως εκ τούτων ο εν τω μέσω της εικόνας «καλυκόσχημος – καλυκοειδήςς κρατήρας» ως σύμβολο ζωογονίας προσδίδει στο σύνολο του μύθου που αναπαριστάτε ανάλογα χαρακτηριστικά : πρόκειται για δημιουργία και ζωογονία εκ μέρους του Κάβειρου και του οινοχόουτου Παι.

Ο Στράβων βέβαια στα «Γεωγραφικά» αναφέρει : «Όταν αφήσουμε την Θήβα, παίρνοντας το δρόμο βόρεια για την Λειβαδιά, για να επισκεφθούμε το κοντινό ιερό των Καβείρων, συναντάμε πρώτα την πεδιάδα, η οποία στην αρχαιότητα ονομαζόταν «Ἀόνιον πεδίον».

Σχετικά ο Απολλόδωρος, στην «Μυθική Βιβλιοθηκη, βιβλίο Γ’, σ. 3.21.2 – 3.24.7», μας λέγει ότι ο Κάδμος αφού έθαψε την Τηλέφασσα, όταν αυτή πέθανε, φιλοξενήθηκε από τους Θράκες και μετά πήγε στους Δελφούς, να ρωτήσει για την αδερφή του Ευρώπη. Ο θεός είπε να μην ασχολείται με την Ευρώπη, αλλά να πάρει για οδηγό του μια αγελάδα και εκεί που θα πέσει αποκαμωμένη, εκεί να χτίσει μια πόλη. Έχοντας πάρει τέτοιο χρησμό, προχώρησε μέσα από την χώρα των Φωκέων και έπειτα, όταν συνάντησε μια αγελάδα στις αγέλες του Πελάγοντα, την ακολούθησε κατά πόδας. Αυτή διασχίζοντας τη Βοιωτία, έγειρε και κάθισε, εκεί είναι τώρα η πόλη Θήβα. Επειδή ήθελε όμως να θυσιάσει την αγελάδα στην Αθηνά, στέλνει να φέρουν ύδωρ από την Άρεια κρήνη. Ένας δράκοντας όμως, που φύλαγε την κρήνη, γιός του Άρη, όπως είπαν κάποιοι, σκότωσε τους περισσότερους από εκείνους που είχαν σταλεί. Ο Κάδμος τότε, αγανακτώντας, σκοτώνει τον δράκοντα και, καθ’ υπόδειξη της Αθηνάς, σπέρνει τα δόντια του. Μόλις τα έσπειρε, «ἀνέτειλαν ἐκ γῆς ἄνδρες ἔνοπλοι», που τους ονόμασαν Σπαρτούς. Αυτοί αλληλοσκοτώθηκαν, άλλοι γιατί ήρθαν άθελά τους σε διαμάχη, άλλοι γιατί δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Ο Φερεκύδης λέει ότι ο Κάδμος, «ἰδὼν ἐκ γῆς ἀναφυομένους ἄνδρας ἐνόπλους», άρχισε να τους ρίχνει πέτρες κι αυτοί, επειδή ο καθένας νόμιζε ότι τον χτυπάει ο άλλος, ήρθαν σε σύγκρουση. Σώθηκαν πέντε, οι «Εχίων, Οὐδαῖος, Χθονίος, Ὑπερήνωρ, Πέλωρος». Ο Κάδμος, για εκείνους που σκότωσε, υπηρέτησε τον Άρη έναν ολόκληρο χρόνο. «ὁ ἐνιαυτὸς τότε ὀκτὼ ἔτη».

Βέβαια στα «Αργοναυτικά, βιβλίο Γ΄,  σ. 1177- 1187» του Απολλώνιου του Ρόδιου, στο σημείο που Ιάσων πηγαίνει να επιτελέσει τους άθλους που του έχει βάλει ο Αιήτης, διαβάζουμε ότι «όταν έφτασαν ο άρχοντας Αιήτης τους έδωσε για τον αγώνα τα άγρια δόντια του Αόνιου δράκοντα, που τον βρήκε ο Κάδμος στις Ογύγιες Θήβες όταν πήγε αναζητώντας την Ευρώπη κι εκεί τον σκότωσε καθώς φρουρούσε την κρήνη του Άρη. Εγκαταστάθηκε εκεί οδηγημένος από μια αγελάδα, που του έστειλε ο Απόλλων με τη μαντική του τέχνη για να τον κατευθύνει στην πορεία του. Η Τριτωνίδα θεά λοιπόν έβγαλε τα δόντια από τα σαγόνια του δράκοντα και τα μοίρασε σαν σώρο στον Αιήτη και στον φονιά. Και ο γιός του Αγήνωρα, ο Κάδμος, τα έσπειρε στο Αόνιο πεδίο και δημιούργησε τον λαό του που είναι της γης γονή από όσους γλίτωσαν το δόρυ του Άρη όταν εκείνος έκανε το θερισμό. –
κρείων Αἰήτης χαλεποὺς ἐς ἄεθλον ὀδόντας
Ἀονίοιο δράκοντος, ὃν Ὠγυγίῃ ἐνὶ Θήβῃ
Κάδμος, ὅτ᾽ Εὐρώπην διζήμενος εἰσαφίκανεν,
πέφνεν, Ἀρητιάδι κρήνῃ ἐπίουρον ἐόντα·
ἔνθα καὶ ἐννάσθη πομπῇ βοὸς ἥν οἱ Ἀπόλλων
ὤπασε μαντοσύνῃσι προηγήτειραν ὁδοῖο·  
τοὺς δὲ θεὰ Τριτωνὶς ὑπὲκ γενύων ἐλάσασα
Αἰήτῃ πόρε δῶρον ὁμῶς αὐτῷ τε φονῆι·
καί ῥ᾽ ὁ μὲν Ἀονίοισιν ἐνισπείρας πεδίοισιν
Κάδμος Ἀγηνορίδης γαιηγενῆ εἵσατο λαόν,
Ἄρεος ἀμώοντος ὅσοι ὑπὸ δουρὶ λίποντο·»

«Η Βοιωτία τὸ πρότερον Ἀονία ἐκαλεῖτο, ἀπὸ τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ Ἀόνων. Μετωνομάσθη δὲ Βοιωτία κατὰ μέν τινας, ἀπὸ Βοιωτοῦ υἱοῦ Ἰτώνου, ἢ Ποσειδῶνος, καὶ Ἄρνης. Ἔτι δὲ Βοιωτοὶ τιμῶσι τὸν προπάτορα αὐτῶν, Βοιωτὸν, υἱὸν Ποσειδῶνος. Καθ᾽ ἑτέρους δὲ, ἀπὸ τῆς ἐλαθείσης κατὰ πυθόχρηστον ὑπὸ Κάδμου βοός». (Βλ. Σχόλια στην Ιλιάδα, 2.494.49 – 2.494.58).

Το «Ἀόνιον πεδίον» μεταφράζεται σαν «πεδιάδα της αυγής», παραγόμενο από το «Έος» που σημαίνει «το πρωινό φως» – εξ ου και «ἀνέτειλαν ἐκ γῆς ἄνδρες ἔνοπλοι». Το γεγονός αυτό μας παραπέμπει στην Σαμοθράκη, το νησί των Καβείρων, που είχε δύο παρόμοια ονόματα: «ἡ δὲ Σαμοθρᾴκη ἐκαλεῖτο πρότερον Λευκοσία, ὡς ἱστορεῖ Ἀριστοτέλης ἐν Σαμοθρᾴκης πολιτείᾳ (fg 538 Rose 1567 a 34 )». (Βλ. Σχόλια στα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου ρόδιου, 77.4 – 78.18), το νησί της «λευκής ουσίας», του φωτός δηλ., αλλά και νησί της Πλειάδας Ηλέκτρας («τὴν Σαμοθρᾴκην λέγει. ἐκεῖ γὰρ ᾤκει Ἠλέκτρα ἡ Ἄτλαντος καὶ ὠνομάζετο ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων Στρατηγίς· ἥν φησιν Ἑλλάνικος (4 fg 23 J.) Ἠλεκτρυώνην καλεῖσθαι» [Βλ. Σχόλια στα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου ρόδιου, 77.4 – 78.18]), δύναμη αρχαγγελική, συμφώνως και με τον Πρόκλο στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, σ. 383 – 387», η οποία επιβαίνει στον αρχάγγελο της σφαίρας του Ήλιου!

 Άλλωστε η πηγή της ζωής βρίσκεται δίπλα στον δημιουργό και πατέρα του σύμπαντος, τον Ζευς. Ο ήλιος, ως βασιλιάς του αισθητού Κόσμου, είναι αυτός που συνδέει όλα τα όντα του αισθητού Κόσμου με τον Δημιουργό και πατέρα Ζευς, εξ ου και στον ύμνο προς Ήλιου ο Πρόκλος αναφέρει ότι ο ήλιος είναι κληδούχος της ζωογόνου πηγής, που βρίσκεται κοντά στον Ζευς. Εκτός αυτού ο ήλιος ως εικόνα του Ζευς, «Είς Ζεύς, είς Αΐδης, είς Ηλιος, είς Διόνυσος, είς Θεός εν πάντεσι» συμφώνως με το ορφικός απ. Νο.4, έχει λάβει και αυτός ζωογονικές δυνάμεις και χαρίζει τη ζωή μέσα στο αισθητό σύμπαν.

Άλλωστε «αυτόν έκανε φύλακα ο δημιουργός και τον πρόσταξε να βασιλεύει στα πάντα – καὶ φύλακ᾽ αὐτὸν ἔτευξε κέλευσέ τε πᾶσιν ἀνάσσειν», κατά το ορφικό απόσπασμα Νο.79.

Βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι όπως μας λέγει ο Πρόκλος, στο «στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, τόμος Ε’ [συνέχεια], 310.5 – 311.16»», ο θεολόγοι [βλ. ορφικό απόσπασμα Νο.207] έχουν αποκαλέσει τον Διόνυσο «νέο θεό», πράγμα που σημαίνει ότι είναι η μονάδα ολόκληρης της δεύτερης δημιουργίας. Γιατί ο Ζεύς τον τοποθετεί βασιλέα απάντων των εγκόσμιων θεών και του απονέμει κορυφαίες τιμές : “παρόλο που ήτο νέος και νήπιο”. Για αυτό και συνηθίζουν να αποκαλούν και τον Ήλιο νέο θεό («και ο ήλιος είναι κάθε μέρα νέος», λέει ο Ηράκλειτος στο απ. Νο.6), επειδή μετέχει στην Διονυσιακή δύναμη, για αυτό και οι νέοι θεοί αναφέρονται από τον Όμηρο ως «ἀειγένητοι»! Άλλωστε δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Σωκράτης της πλατωνικής «Πολιτείας, 508.b.12 –  508.c.2» λέγει ότι «ο ήλιος είναι το έκγονο του αγαθού που το γέννησε τ’ αγαθό ανάλογο με τον εαυτό  του, ότι δηλ. είναι αυτό το αγαθό μέσα στον νοητό τόπο ως προς τον νου και τα νοούμενα, το ίδιο είναι και ο ήλιος μέσα στον ορατό τόπο ως προς την όψη και τα ορώμενα».

Κεφάλας Ευστάθιος [Αμφικτύων] (1/3/2010, Ελλάς)


[1] Όπως μας λέγει ο Παυσανίας (βλ. «Βοιωτικά, 8.4») οι Νήιστες πύλες ονομάστηκαν έτσι από την τελευταία απο τις χορδές της λύρας που λέγεται νήτη, η χορδή της 7-χορδης λύρας που έβγαζε τον οξύτερο ήχο, ενώ αυτή που έβγαζε τον βαθύτερο ονομάζοταν υπάτη (ύπατος = ανώτερος)]. Ο Αμφίωνας σε αυτές τις πύλες βρήκε τη χορδή αυτή.

[2] Στον κάνθαρο τύπου Β οι κάθετες λαβές δεν ξεπερνούν το ύψος του αγγείου. Ξεκινούν χαμηλά από το σώμα και καταλήγουν στο χείλος. Τα κυλινδρικά τοιχώματα του σώματος κυρτώνουν στο τελείωμα του αγγείου ελαφρά προς τα έξω. Το χαμηλό πόδι συνδέεται με δακτύλιο με το σώμα και καταλήγει σε δισκοειδή βάση.

[3] Η ονομασία του αγγείου είναι σύγχρονη και οφείλεται στο σχήμα του σώματος. Έχει το σχήμα κάλυκα λουλουδιού και αποτελείται από δύο μέρη, από τα οποία το κατώτερο είναι κυρτό, ενώ το ανώτερο είναι ελαφρώς κοίλο. Δεν έχει ώμο. Έχει αρκετά ψηλό πόδι σε δύο βαθμίδες. Οι λαβές είναι τοποθετημένες στην κορυφή του κατώτερου τμήματος και καμπυλώνουν προς τα πάνω. Κατά πάσα πιθανότητα αυτός που επινόησε τον καλυκόσχημο κρατήρα ήταν ο Εξηκίας.

[4] Η Κίρκη, η βασίλισσα της νήσου Αιαίας, όπως και ο Αιήτης (βασιλιάς της Αίας/Κολχίδα & πατήρ της Μήδειας) και η Πασιφάη (που παντρεύτηκε τον Μίνωα), σύμφωνα με το ησιόδειο έργο «Έργα και Ημέρες, σ. 966» ήταν τέκνο του Ήλιου (του υιού του Υπερίωνα και της Θείας [Ευρυφάεσσα]) – και της Ναϊάδας Περσηίδας (Περσιής), η οποία  ανήκει, όπως και η «ἱμερόεσσα» Καλυψώ, στο γένος των θυγατέρων του Ωκεανού και της πότνιας Τηθύος, στο ιερό γένος των “τανύσφυρων” Ωκεανίδων.

[5] Εξ ου και ο Όμηρος μας αναφέρει, στην ραψωδία Κ΄, σ. 348 – 351, ότι :
«Υπηρέτριες στα μέγαρα κατεπονούντο
τέσσερεις, που το δώμα υπηρετούσαν.
Και γεννήθηκαν από κρήνες και από άλση
και από ιερούς ποταμούς, που στην θάλασσα προρρέουν. –
ἀμφίπολοι δ᾽ἄρα τεῖος ἐνὶ μεγάροισι πένοντο
τέσσαρες, αἵ οἱ δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασι.
γίνονται δ᾽ἄρα ταί γ᾽ἔκ τε κρηνέων ἀπό τ᾽ἀλσέων
ἔκ θ᾽ἱερῶν ποταμῶν, οἵ τ᾽ εἰς ἅλαδε προρέουσι».

[6] Βλ. Οδύσσεια, ραψωδία Κ’, σ. 222 – 223 : «ιστό πηγαινοφέρνοντας μέγαν, αθάνατο, τέτοια που θεών λεπτά και χαρίεντα και αγλαά έργα γίνονται – ἱστὸν ἐποιχομένης μέγαν ἄμβροτον, οἷα θεάων λεπτά τε καὶ χαρίεντα καὶἀγλαὰἔργα πέλονται».

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.