Το θρησκευτικό συναίσθημα ήταν πολύ έντονο στην αρχαιότητα και αυτό σήμαινε ουσιαστικά πως οι θεοί ήταν αυτοί που προμήνυαν το μέλλον. Οι στρατιές των αρχαίων Ελλήνων διέθεταν πάντοτε μάντεις και τα αναγκαία για τις θυσίες. Από τον κανόνα αυτό δεν μπορούσε να παρεκκλίνει ούτε ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που είχε στις τάξεις του πολλούς μάντεις.
Οι αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί διέσωσαν τα ονόματα του Αρίστανδρου από την Τελμισσό, του Δημοφώντα, του Κλεομένη από τη Σπάρτη, και του Πυθαγόρα (ή Πειθαγόρα σύμφωνα με τα περισσότερα κείμενα) από την Αμφίπολη, ο οποίος έμεινε στην ιστορία γιατί ήταν αυτός που μάντεψε τόσο το θάνατο του Ηφαιστίωνα, όσο και το θάνατο του ίδιου του Αλεξάνδρου.
Στην μάχη των Πλαταιών εναντίον των βαρβάρων Περσών γίνεται αναφορά στην μαντεία και την προσευχή προς τους Ολύμπιους θεούς. Το πρωί της 17ης Αυγούστου 479 π.Χ. το περσικό ιππικό αρχίζει την επίθεση. Η πίεση που δέχονται οι Λακεδαιμόνιοι είναι τέτοια, που ζητούν εσπευσμένα βοήθεια από τους Αθηναίους, οι οποίοι όμως πολεμούν με τους Θηβαίους και αδυνατούν να μετακινηθούν. Έτσι λοιπόν απέμειναν μόνοι τους οι Λακεδαιμόνιοι και οι Τεγεάτεςπου η δύναμή τους, μαζί με τους ελαφρά οπλισμένους, ήταν πενήντα χιλιάδες οι πρώτοι, και τρεις χιλιάδες οι Τεγεάτες...κι έκαναν θυσίες, μια κι είχαν σκοπό να έρθουν στα χέρια με τον Μαρδόνιο και το στρατό που είχε μαζί του.
Και να που οι θυσίες δεν έδιναν ενθαρρυντικά προμηνύματα και στο μεταξύ πολλοί απ' αυτούς σκοτώνονταν και πολλοί περισσότεροι τραυματίζονταν· γιατί οι Πέρσες έκαναν φράχτη με τα γέρρα τους κι έριχναν με τα τόξα τους βροχή τα βέλη, αφειδώλευτα· κι έτσι οι Σπαρτιάτες περνούσαν δύσκολες στιγμές, ενώ οι θυσίες δεν έφερναν αποτέλεσμα· τότε ήταν που ο Παυσανίας σήκωσε τα μάτια του προς το ναό της Ηρας των Πλαταιέων κι έκανε επίκληση στη θεά, παρακαλώντας την με κανένα τρόπο να μη διαψεύσει τις ελπίδες τους.
Κι ενόσω αυτός έκανε ακόμη την επίκλησή του, οι Τεγεάτες ξεπετάχτηκαν πρώτοι απ' τις γραμμές τους και βάδιζαν εναντίον των βαρβάρων· κι αμέσως μετά την προσευχή του Παυσανία οι Σπαρτιάτες κάνοντας θυσίες πήραν ενθαρρυντικά προμηνύματα· κι όταν επιτέλους τα πήραν, βάδιζαν κι αυτοί εναντίον των Περσών, κι οι Πέρσες τους αντιμετώπιζαν ρίχνοντας βέλη.
Η πρώτη μάχη λοιπόν δόθηκε γύρω απ' τον φράχτη με τα γέρρα· κι όταν αυτός έπεσε, τότε πια γινόταν αγώνας αδυσώπητος και για πολλή ώρα ακριβώς δίπλα στο ναό της Δήμητρας, ώσπου έφτασαν σε μάχη σώμα με σώμα· γιατί οι βάρβαροι έπιαναν με τα χέρια τους τα δόρατα και τα κατατσάκιζαν.
Λοιπόν οι Πέρσες δεν υστερούσαν σε παλικαριά και σε σωματική δύναμη, αλλά δεν είχαν βαρύ οπλισμό κι επιπρόσθετα, τους έλειπε η γνώση και δεν κάτεχαν την τέχνη του πολέμου όσο οι αντίπαλοί τους. Λοιπόν, έτσι που ξεπετιούνταν μπροστά απ' τις γραμμές τους, ένας ένας και δέκα δέκα, άλλοτε περισσότεροι κι άλλοτε λιγότεροι, σχηματίζοντας πυκνές ανθρώπινες μάζες εισχωρούσαν στις γραμμές των Σπαρτιατών κι έβρισκαν το θάνατο.
Κι εκεί που τύχαινε να βρίσκεται ο ίδιος ο Μαρδόνιος, που πολεμούσε καβάλα σ' άσπρο άλογο και περιστοιχιζόταν από τα πρώτα παλικάρια, τους χίλιους επίλεκτους Πέρσες, εκεί οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν τη μεγαλύτερη πίεση. Λοιπόν, για όση ώρα ο Μαρδόνιος ήταν ζωντανός, οι δικοί του κρατούσαν τις θέσεις τους και κρατώντας μέτωπο στον εχθρό σκότωναν πολλούς Λακεδαιμονίους· απ' τη στιγμή όμως που σκοτώθηκε ο Μαρδόνιος και το τάγμα που τον περιστοίχιζε, κι ήταν το πιο δυνατό, γονάτισε, τότε λοιπόν το 'βαλαν στα πόδια και οι άλλοι και υποχώρησαν μπροστά στους Λακεδαιμονίους· γιατί το μεγαλύτερο μειονέκτημά τους ήταν η σκευή, καθώς ήταν χωρίς θωράκιση· δηλαδή αγωνίζονταν, απροστάτευτοι αυτοί, με εχθρούς βαριά οπλισμένους.
Τότε ήρθε η ώρα να δώσει ο Μαρδόνιος δίκαιη πληρωμή για το φόνο του Λεωνίδα, σύμφωνα με το χρησμό που δόθηκε στους Λακεδαιμονίους· κι απ' όλες τις νίκες που είδαμε στον καιρό μας την πιο λαμπρή την κερδίζει ο Παυσανίας, ο γιος του Κλεομβρότου, γιου του Αναξανδρίδα... Λοιπόν, βρίσκει το θάνατο ο Μαρδόνιος απ' το χέρι του Αριμνήστου, φημισμένου παλικαριού της Σπάρτης... Λοιπόν σώρευσαν όλα τα λάφυρα σ' ένα μέρος και πήραν το ένα δέκατο και το έβαλαν κατά μέρος για το θεό των Δελφών· μ' αυτά έκαναν το αφιέρωμα, τον χρυσό τρίποδα που στηρίζεται στο τρικέφαλο χάλκινο φίδι, ακριβώς δίπλα απ' το βωμό· διάλεξαν κι έβαλαν στην άκρη και για το θεό της Ολυμπίας, και μ' αυτά έκαναν το αφιέρωμα, το άγαλμα του Δία, δέκα πήχες ψηλό· και για το θεό του Ισθμού, και μ' αυτά έγινε το χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα, εφτά πήχες ψηλό.
Κι αφού έβαλαν αυτά κατά μέρος, τα υπόλοιπα τα μοίρασαν ανάμεσά τους, και πήρε η κάθε πόλη κατά την αξία της και παλλακίδες των Περσών και χρυσάφι κι ασήμι κι άλλα πολύτιμα πράματα και υποζύγια. Τώρα, από κανένα δεν έχω ακούσει πόσα διαλεχτά λάφυρα δόθηκαν τιμητικά σ' όσους αρίστευσαν στις Πλαταιές, πιστεύω όμως πως δόθηκαν και σ' αυτούς· τέλος, για τον Παυσανία διάλεξαν και του έδωσαν άφθονα απ' όλα, γυναίκες, άλογα, τάλαντα, καμήλες, κι επίσης κι από τ' άλλα λάφυρα.
Ο Βωμός Ελευθερίου Διός. Λίθινα θεμέλια αποδόθηκαν από τον ανασκαφέα Θ. Σπυρόπουλο στο βωμό που έκτισαν οι Ελληνες κατά παραγγελία του δελφικού μαντείου μετά τη νικηφόρα μάχη των Πλαταιών ( 479 π.Χ.) για να τιμήσουν τον Ελευθέριο Δία που τους χάρισε τη νίκη. Ο βωμός αποτελούσε κεντρικό μέρος της ετήσιας γιορτής των "Ελευθερίων". Το Πολυάνδριο πεσόντων πολεμιστών στη μάχη των Πλαταιών: Κοντά στο βωμό του Ελευθερίου Διός ανεσκάφη ορθογώνιος τάφος με πλάκες, που περιείχε πολλούς σκελετούς και καθόλου κτερίσματα. Κατά τον ανασκαφέα Θ. Σπυρόπουλο μπορεί να είναι το "κοινό μνημείο" των πεσόντων Ελλήνων στη μάχη του 479 π.Χ., όπου μεταφέρθηκαν τα οστά τους από τη θέση που είχαν ταφεί αρχικά. Σε όλη την έκταση που περικλείεται από τον οχυρωματικό περίβολο σώζονται λείψανα τουλάχιστον δέκα βυζαντινών εκκλησιών από τον 6ο-15ο αι. μ.Χ. που κτίστηκαν εν μέρει με αρχαίο υλικό.
Η Τελμησσός, μεταγενέστερα Αναστασιούπολις και Μάκρη ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Λυκίας, κοντά στα σύνορα της Καρίας, στην Μικρά Ασία. Ενίοτε συγχέεται με την Τελμησσό στην Καρία. Ο προστατευμένος λιμένας της Τελμησσού διαχωρίζεται από τον Κόλπο της Τελμησσού από ένα νησί.
Στον αρχαίο τόπο είναι χτισμένη σήμερα η πόλη Φετίγιε. Η Τελμησσός ήταν ανθηρή πόλη της Λυκίας, φημισμένη για τη σχολή μάντεων, την οποία συμβουλεύτηκαν, μεταξύ άλλων ο Λυδός βασιλέας Κροίσος, πριν κηρύξει πόλεμο κατά του Κύρου του Μεγάλου και ο Μέγας Αλέξανδρος, μετά την πολιορκία της Αλικαρνασσού. Σύμφωνα με την μυθολογία πήρε το όνομά της από τον Τελμισσό, γιο του θεού Απόλλωνα.
Στην πόλη υπήρχε μαντείο αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. έγινε μέρος της Περσικού Βασιλείου ενώ μετά την απελευθέρωση των πόλεων των παραλίων της Μικράς Ασίας που ήταν αποτέλεσμα της ήττας των Περσών από τους Έλληνες στους Περσικούς πολέμους, εντάχθηκε στη Δηλιακή συμμαχία. Καταλήφθηκε από τον Αλέξανδρο το 334 π.Χ.. Η Τελμησσός μετονομάστηκε σε Αναστασιούπολη τον 8ο αιώνα, προφανώς προς τιμή του αυτοκράτορα Αναστάσιου Β΄, αλλά δεν κράτησε επί μακρόν το όνομα. Η πόλη στη συνέχεια ονομάστηκε Μάκρη παίρνοντας το όνομα του νησιού στην είσοδο του λιμένα. Τούτο το όνομα μαρτυρείται για πρώτη φορά το 879. Ωστόσο, επιγραφή του 7ου αι. που ανακαλύφθηκε στο Γιβραλτάρ φέρει το εθνώνυμο "Μακριώτες" ίσως υποδεικνύει πρωιμότερη ύπαρξη του ονόματος Μάκρη.
Τα ερείπιά της βρίσκονται στη σημερινή πόλη Φετίγιε. Ο Αρίστανδρος επίσης Αρίστανδρος ο Τελμησσεύς ήταν μάντης της αρχαιότητας. Ακολούθησε την εκστρατεία του Αλεξάνδρου κατά των Περσών. Γεννήθηκε περί το 380 π.Χ., στην Τελμησσό της Λυκίας, κοντά στα σύνορα με την Καρία. Ήδη στην αυλή του Φιλίππου το 357/6, ερμήνευσε ορθά ένα όνειρο για την εγκυμοσύνη της Ολυμπιάδας.
Παρά το γεγονός ότι σήμερα ορισμένα περιστατικά για τη ζωή του δίπλα στον Αλέξανδρο θεωρούνται μυθεύματα, ο Αρίστανδρος ήταν μορφή που ασκούσε επιρροή κατά τις εκστρατείες του Αλεξάνδρου. Κείμενα του Αρίστανδρου μαρτυρούνται από τον Πλίνιο, τον Αρτεμίδωρο, Ωριγένη. Είναι πιθανό πως τα έργα που τού αποδίδονται είναι προϊόντα μιας Αριστανδρικής σχολής μάντεων, καθώς η πατρίδα του Αρίστανδρου, η Τελμησσός της Λυκίας ήταν παροιμιώδης για την αγάπη της στους μάντεις.
Υπήρχε επίσης η φήμη ότι ο βασιλιάς Φίλιππος Β' είχε κάποτε κρυφοκοιτάξει από μια χαραμάδα στην κρεβατοκάμαρά του και είδε την Ολυμπιάδα να αγκαλιάζει ένα φίδι. Η προφανής εξήγηση, ότι δηλαδή επρόκειτο απλώς για ένα από τα ζώα της στο πλαίσιο την Διονυσιακής της λατρείας, δεν του πέρασε από το μυαλό. Πεπεισμένος ότι ήταν είτε μάγισσα είτε ερωμένη κάποιου μεταμφιεσμένου θεού, άρχισε να αποφεύγει τις συζυγικές σχέσεις μαζί της.
Ήταν μάλιστα τόσο αναστατωμένος, ώστε απευθύνθηκε για το πρόβλημά του στο Μαντείο των Δελφών και πήρε μια πολύ συγκεκριμένη απάντηση: Εφεξής, του είπαν έπρεπε να σέβεται ιδιαίτερα τον Άμμωνα Δία, στην εξελληνισμένη αιγυπτιακή θεότητα, της οποίας ο ναός και το μαντείο βρισκόταν στην όαση της Σίβα, στα σύνορα της Λιβύης. Επίσης, θα έχανε το μάτι που είχε δει «τον θεό με τη μορφή ερπετού, να μοιράζεται το κρεβάτι της συζύγου του». Η πιο αποκαλυπτική λεπτομέρεια είναι η «πρόβλεψη» σχετικά με το μάτι του Φιλίππου, το οποίο πράγματι χάθηκε στην πολιορκία της Μεθώνης το 354 π.Χ., δύο χρόνια μετά τη γέννηση του Αλέξανδρου.
Ο Αλέξανδρος του Φιλίππου Β' και της Ολυμπιάδας, γεννήθηκε τον Ιούλιο του 356 π.Χ., πιθανώς την 20η ή 26η Ιουλίου, στην Πέλλα, πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους. Σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκε την ίδια νύχτα που ο Ηρόστρατος πυρπόλησε τον ναό της Άρτεμης στην Έφεσο, με τους μάντεις και ιερείς να ερμηνεύουν το γεγονός ως οιωνό της υποταγής της Ασίας.
Σύμφωνα με την παράδοση, η γενεαλογία του ανάγεται σε δύο κεντρικές μορφές της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, αυτή του ημίθεου Ηρακλή, ο οποίος υπήρξε γενάρχης της δυναστείας των Αργεαδών Μακεδόνων, και αυτή του ήρωα Αχιλλέα, ο γιος του οποίου, ο Νεοπτόλεμος, ίδρυσε τον βασιλικό οίκο των Μολοσσών, μέλος του οποίου ήταν η μητέρα του Ολυμπιάδα. Η θρυλούμενη καταγωγή του Αλέξανδρου συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, από τα πρώτα έτη του βίου του.
Η θεωρία της θεϊκής καταγωγής του Αλεξάνδρου είχε αρχικά διατυπωθεί από τη μητέρα του, την Ολυμπιάδα, πριν ακόμη τον συλλάβει, η οποία είχε αναφέρει ότι κάποιο βράδυ, κατά την προετοιμασία του γάμου της και πριν κοιμηθεί για πρώτη φορά με τον Φίλιππο, είδε ένα όνειρο.
Σε αυτό άκουσε πρώτα μία βροντή, μετά έπεσε στην κοιλιά της ένας κεραυνός και ξέσπασε σε φλόγες, που έσβησαν διασκορπιζόμενες στο χώρο. Εφόσον αυτή είναι αυθεντική διήγηση της Ολυμπιάδας και δεν της αποδόθηκε εκ των υστέρων, είναι σαφής η επιδίωξή της. Το παιδί, που θα έφερνε στον κόσμο ανήκε στον θεό, που είχε χαρακτηριστικά την βροντή και τον κεραυνό, δηλαδή τον Δία και όχι στον θνητό σύζυγό της.
Ο Φίλιππος όμως ήδη είχε ένα νόθο γιο και για διάδοχο στο θρόνο χρειαζόταν ένα γνήσιο δικό του άρρεν τέκνο. Δεν χρειαζόταν ένα τέκνο της συζύγου του, έστω από κάποιον θεό, ούτε κόρη του Δία χρειαζόταν, που οι απόγονοί της θα μπορούσαν να απειλήσουν την ανδρική γραμμή διαδοχής των Αργεαδών, οι οποίοι κατάγονταν από τον Ηρακλή. «Ωθήθηκε» λοιπόν να δει ένα όνειρο, που διόρθωνε εκείνο της Ολυμπιάδας.
Σύμφωνα με αυτό είδε ότι έβαλε στην κοιλιά της την σφραγίδα του, που είχε σχήμα λέοντα. Κατόπιν ο μάντης Αρίστανδροςγνωμάτευσε ότι ουδεμία σφραγίδα αποτυπώνεται επάνω σε κάτι κενό, άρα το όνειρο αποδείκνυε ότι η Ολυμπιάδα θα έμενε έγκυος από τον Φίλιππο και ότι το παιδί θα είχε χαρακτήρα λιονταριού. Έτσι ο Φίλιππος «έσβησε τις φωτιές» που παραλίγο να του ανάψει η Ολυμπιάδα με τους κεραυνούς του Δία.
Τη νύχτα της γέννησης του Αλέξανδρου, σύμφωνα με την παράδοση, κάηκε ο ναός της Αρτέμιδος. Οι ντόπιοι Πέρσες μάγοι το ερμήνευσαν αυτό ως οιωνό κι άλλων καταστροφών που θα ακολουθούσαν. «Έτρεχαν πέρα-δώθε χτυπώντας τα πρόσωπα τους και κραυγάζοντας ότι θρήνος και μεγάλη συμφορά για την Ασία είχε γεννηθεί εκείνη τη μέρα», ένας εμπρηστής που ήταν γραφτό να καταστρέψει ολόκληρη την Ανατολή.
Και στο Φίλιππο ήρθαν εκείνο τον καιρό τρεις αγγελίες, η μια ότι οι Ιλλυριοί είχαν νικηθεί σε μεγάλη μάχη από το στρατηγό Παρμενίωνα, η δεύτερη ότι νίκησε στην Ολυμπία με άλογο ιππασίας και η τρίτη ότι γεννήθηκε ο Αλέξανδρος. Για όλα αυτά εκείνος χάρηκε και ακόμα περισσότερο οι μάντες μεγάλωσαν τη χαρά του, όταν αποφάνθηκαν πως το παιδί μια που γεννήθηκε ταυτόχρονα με τις παραπάνω νίκες, θα ήταν ανίκητο.
Προτού φύγει, λοιπόν, για την μεγάλο πόλεμο, ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε το Μαντείο των Δελφών. Εκεί βρήκε μία γηραιά Πυθία η οποία ήταν βυθισμένη στις προσευχές της και δεν χρησμοδοτούσε πλέον.
Ο Αλέξανδρος, μη θέλοντας να περιμένη, την εσήκωσε λίγο βίαια, αλλά με τρυφερότητα, για να την φέρη στο Ιερό του Απόλλωνος, δίδοντάς της εντολή να χρησμοδοτήση, ώστε να ακούση την Πυθία να μιλάη για την εξέλιξη που θα είχε η μεγάλη εκστρατεία του. Και όπως εκείνη έμεινε κατάπληκτη για την «ασέβειά» του και του αντιστεκόταν, ο Αλέξανδρος την αγκάλιασε ελαφρά από την μέση και γελαστός την τραβούσε προς την πόρτα του Ιερού.
Ασφαλώς και το ευγενικό φέρσιμο του θρυλικού νέου, θα πρέπει να συγκίνησε την γηραιά Πυθία, ένα ανθρώπινο πλάσμα που μια ζωή ζούσε σε μυστικοπαθή απομόνωση. Γι’ αυτό και χαμογέλασε λέγοντάς του τρυφερά: «Γιε μου, είσαι ακαταμάχητος»! Ο Αλέξανδρος, ακούγοντας τα λόγια της γηραιάς Πυθίας, την άφησε ελεύθερη και μ’ ένα επιφώνημα χαράς εφώναξε σ’ αυτούς που τον συνόδευαν: « Ο χρησμός εδόθη από την Πυθία. Είμαι ακαταμάχητος!»
Σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του, ο Μέγας Αλέξανδρος προσέφερε θυσίες πολύ συχνά, όπως μαρτυρούν οι ιστορικοί. Αποδεικνύεται δηλαδή πως ήταν ιδιαίτερα επιμελής στο να προσφέρει θυσίες σύμφωνα με τις συνήθειές ή όπως του υποδείκνυαν οι μάντεις.
Βέβαια, πολλές φορές ακολουθούσε πιστά το δικό του στρατηγικό σχέδιο και αγνοούσε όσα του έλεγαν οι μάντεις. Υπάρχουν όμως και κάποιες περιπτώσεις, όπου στις θυσίες του Αλεξάνδρου είναι εμφανής ο συνήθης φόβος του ανθρώπου για το μέλλον αλλά και η ανάγκη του να εξασφαλίσει την εύνοια των θεών, όπως είναι για παράδειγμα οι δύο διαδοχικές θυσίες που έκανε κατά τη διάβαση του Ελλήσποντου, στη μεν ευρωπαϊκή ακτή στον τάφο του Πρωτεσίλαου, στη δε ασιατική ακτή στο βωμό του Ερκείου Διός.
Επίσης, στις θυσίες των τελευταίων ημερών της ζωής του, φαίνεται ότι τον Αλέξανδρο διακατείχε ο φόβος του πρόωρου θανάτου. Μια από τις σημαντικότερες ομάδες μη στρατιωτικών ακολούθων ήταν οι μάντεις, όπως ο Αρίστανδρος από την Τελμισσό και ο Κλεομένης από τη Σπάρτη.
Ερμήνευαν τους οιωνούς και τα παράξενα όνειρα και συμβούλευαν τον βασιλιά. Ο Πλούταρχος είχε περιγράψει ότι κάποια στιγμή ο Αρίστανδρος έκανε θυσία και είδε ότι η πόλη της Τύρου θα κυριευόταν εκείνο τον μήνα. Εν τω μεταξύ οι Μακεδόνες πολιορκούσαν για μήνες την φοινικική πόλη.
Όταν ο Αρίστανδρος ανακοίνωσε την προφητεία του, οι στρατιώτες γέλασαν γιατί εκείνη ήταν η τελευταία μέρα του μήνα. Τότε, ο Αλέξανδρος διέταξε να μην θεωρείται εκείνη η μέρα η τριακοστή αλλά η εικοστή όγδοη και αμέσως να γίνει επίθεση, με αποτέλεσμα η πόλη να κυριευτεί σε μερικές ώρες, όπως είχε προφητεύσει ο μάντης.
Περί το 325 π.Χ, κατά την διάρκεια της εκστρατείας στην Ινδία και συγκεκριμένα στην πολιορκία εναντίον των Μαλλών και Οξυδαρκών στην Ινδία, όταν τα τμήματα υπό τον Αλέξανδρο και τον Περδίκκα αντίστοιχα, ετοιμάζονταν να προσβάλουν τα τείχη, ο μάντης Δημοφών είπε στον Αλέξανδρο να εγκαταλείψει την πολιορκία, διότι οι οιωνοί προέβλεπαν σοβαρό τραυματισμό του. Είναι βέβαιον ότι ο Αλέξανδρος είχε σοβαρούς λόγους να είναι οργισμένος με τους μάντεις της ακολουθίας του, οι οποίοι αντί να τον βοηθούν να χειραγωγεί τη στρατιά, του έφερναν εμπόδια.
Όταν τον προκαλούσαν οι Σκύθες στον Ιαξάρτη, στην Κεντρική Ασία, ο Αρίστανδρος αρνήθηκε να παρερμηνεύσει τους δυσμενείς οιωνούς και όταν οι Μακεδόνες αρνήθηκαν να προχωρήσουν πέρα από τον Ύφασι, οι μάντεις και πάλι αρνήθηκαν να παρερμηνεύσουν τους δυσμενείς οιωνούς. Έτσι ο Αλέξανδρος επέπληξε ευθέως τον Δημοφώντα, διότι η μαντεία του υπονόμευε την μαχητικότητα των Μακεδόνων και προχώρησε στην πολιορκία.
Οι Ινδοί δεν τόλμησαν να πλησιάσουν περισσότερο, αλλά τον περικύκλωσαν και του έριχναν ό,τι εύρισκαν. Μόλις έφτασαν δίπλα του και οι άλλοι τρεις Μακεδόνες, ο Αβρέας χτυπήθηκε από βέλος στο πρόσωπο και σκοτώθηκε, ενώ ένα άλλο βέλος χτύπησε τον Αλέξανδρο στο στήθος. Διαπέρασε τον λινοθώρακα και καρφώθηκε στα πλευρά πάνω από τον αριστερό μαστό.
Παρά τον σοβαρό τραυματισμό του συνέχισε να μάχεται για λίγο, αλλά μετά λιποθύμησε από την αιμορραγία. Αναστατωμένοι από τα λάθη τους και έξαλλοι από τον τραυματισμό του βασιλιά τους, ο οποίος δεν ήξεραν αν ζούσε ή όχι, οι Μακεδόνες έσφαξαν όλους τους Μαλλούς, ακόμη και τα γυναικόπαιδα.
Μόλις έβγαλαν την ακίδα, προκλήθηκε μεγάλη αιμορραγία και ο Αλέξανδρος ξανάχασε τις αισθήσεις του. Αυτός που αφαίρεσε το βέλος, ήταν ο ιατρός Κριτόδημος από την Κω και του γένους των Ασκληπιαδών.
Επειδή η ψυχολογία της στρατιάς είχε κλονιστεί σοβαρά, όταν το πλοίο σταμάτησε στην όχθη, ο Αλέξανδρος δεν δέχθηκε να ανεβεί σε φορείο, αλλά πήγε έφιππος ως τη σκηνή του, όπου αφίππευσε και περπάτησε, για να πεισθούν όλοι ότι δεν είχε πάθει κάποια ανεπανόρθωτη βλάβη. Από το πλοίο ως τη σκηνή του η στρατιά τον επευφημούσε, τον χειροκροτούσε και τον έραινε με ταινίες και λουλούδια.
Για τον Αλέξανδρο, η αρχή του τέλους φαίνεται ότι ήταν, σύμφωνα πάντα με τους μάντεις, η είσοδος στη Βαβυλώνα. Είχε προηγηθεί βέβαια και ο θάνατος του Ηφαιστίωνα, που τον είχε καταβάλει ψυχολογικά, κάτι που αναφέρει και ο Αρριανός.
Μόλις τον είδαν να πλησιάζει στη Βαβυλώνα, Χαλδαίοι αστρολόγοι και ιερείς, βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Αλέξανδρο, τον οποίο αφού πλησίασαν του είπαν να μην μπει στη Βαβυλώνα, έστω προσωρινά, επικαλούμενοι τον θεό Βήλο, που τους το είπε με την ίδια του τη φωνή.
Ο Πλούταρχος, αναφέρει πως ο Μακεδόνας βασιλιάς δεν έδωσε σημασία στη συμβουλή των Χαλδαίων, όμως πλησιάζοντας τα τείχη της πόλης είδε κοράκια να τσακώνονται και κάποια νεκρά να πέφτουν μπροστά του. Αν και μπήκε στη Βαβυλώνα η εικόνα αυτή έμεινα χαραγμένη στη μνήμη του.
Τον Αριστόβουλο, τον ιστορικό που συνόδεψε τον Μέγα Αλέξανδρο στις εκστρατείες του, επικαλείται ο Αρριανός και αναφέρει πως αρχηγός των δυνάμεων στη Βαβυλώνα ήταν ο στρατηγός Απολλόδωρος ο Αμφιπολίτης, ο οποίος και ξεκίνησε με τα τμήματά του για να συναντήσει τον Αλέξανδρο που επέστρεφε από την Ινδική.
Ο Απολλόδωρος, τρομαγμένος απ’ τις βαριές τιμωρίες που είχε επιβάλει σε άλλους ο Αλέξανδρος, έγραψε στον αδελφό του Πυθαγόρα, έναν από τους μάντεις του Μακεδόνα βασιλιά, να του πει τι θα γίνει. Ο Πυθαγόρας, ήταν «σπλαχνοσκόπος», δηλαδή εξέταζε τα σπλάχνα των ζώων που θυσίαζε και από εκεί προέβλεπε το μέλλον.
Όταν λοιπόν ο μάντης ρώτησε τον αδερφό του για ποιόν θέλει να μάθει, αυτός του απάντησε για τον Αλέξανδρο και τον Ηφαιστίωνα. Έτσι ο μάντης από την Αμφίπολη, θυσιάζει το πρώτο ζώο και γράφει στον αδερφό του πως ο Ηφαιστίωνας σε λίγο δεν θα υπάρχει ανάμεσά τους. Το γράμμα του Πυθαγόρα έφτασε στον Απολλόδωρο μια μέρα πριν πεθάνει ο Ηφαιστίωνας. Παράλληλα θυσιάζει για τον Αλέξανδρο και βρίσκει το ίδιο αποτέλεσμα.
Το γράφει και αυτό στον Απολλόδωρο, ο οποίος όμως για να δείξει στον Αλέξανδρο πως νοιάζεται για κείνον περισσότερο και από τον εαυτό του, του λέει για την μαντεία του Πυθαγόρα, η οποία επιβεβαιώθηκε εν τω μεταξύ για τον Ηφαιστίωνα, και του λέει να προσέχει από κάθε κίνδυνο. Όταν έφτασε στη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος, κάλεσε τον Πυθαγόρα και τον ρώτησε για τα σημάδια που είδε και για τα οποία έγραψε στον αδερφό του. Τότε ο Πυθαγόρας του λέει πως το συκώτι του ζώου που θυσίασε δεν είχε λοβό, και αυτό είναι πολύ κακό.
Το σημείο αυτό αναφέρει και ο Πλούταρχος, σημειώνοντας ότι ο Αλέξανδρος τον ρώτησε για τη φύση των σπλάχνων των ιερών σφαγίων, αυτός απάντησε ότι το συκώτι δεν έχει λοβό είπε «αλίμονο είναι σημαντικό σημάδι».
Ο Αλέξανδρος ευχαρίστησε το μάντη και απόρησε, για την σύμπτωση της ελληνικής μαντείας με όσα του είχανε πει οι μάγοι αστρολόγοι, αποτρέποντάς τον να εισέλθει στη Βαβυλώνα. Ο προβληματισμός αυτός τον καταδίωκε μέχρι τέλους.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Σύντομα ο Αλέξανδρος αρρώστησε και έχοντας υψηλό πυρετό, κατάκοιτος και μη μπορώντας να μιλήσει πια πέθανε, στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ. Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώθηκε η πρόβλεψη του Πυθαγόρα.
Οι αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί διέσωσαν τα ονόματα του Αρίστανδρου από την Τελμισσό, του Δημοφώντα, του Κλεομένη από τη Σπάρτη, και του Πυθαγόρα (ή Πειθαγόρα σύμφωνα με τα περισσότερα κείμενα) από την Αμφίπολη, ο οποίος έμεινε στην ιστορία γιατί ήταν αυτός που μάντεψε τόσο το θάνατο του Ηφαιστίωνα, όσο και το θάνατο του ίδιου του Αλεξάνδρου.
Στην μάχη των Πλαταιών εναντίον των βαρβάρων Περσών γίνεται αναφορά στην μαντεία και την προσευχή προς τους Ολύμπιους θεούς. Το πρωί της 17ης Αυγούστου 479 π.Χ. το περσικό ιππικό αρχίζει την επίθεση. Η πίεση που δέχονται οι Λακεδαιμόνιοι είναι τέτοια, που ζητούν εσπευσμένα βοήθεια από τους Αθηναίους, οι οποίοι όμως πολεμούν με τους Θηβαίους και αδυνατούν να μετακινηθούν. Έτσι λοιπόν απέμειναν μόνοι τους οι Λακεδαιμόνιοι και οι Τεγεάτεςπου η δύναμή τους, μαζί με τους ελαφρά οπλισμένους, ήταν πενήντα χιλιάδες οι πρώτοι, και τρεις χιλιάδες οι Τεγεάτες...κι έκαναν θυσίες, μια κι είχαν σκοπό να έρθουν στα χέρια με τον Μαρδόνιο και το στρατό που είχε μαζί του.
Και να που οι θυσίες δεν έδιναν ενθαρρυντικά προμηνύματα και στο μεταξύ πολλοί απ' αυτούς σκοτώνονταν και πολλοί περισσότεροι τραυματίζονταν· γιατί οι Πέρσες έκαναν φράχτη με τα γέρρα τους κι έριχναν με τα τόξα τους βροχή τα βέλη, αφειδώλευτα· κι έτσι οι Σπαρτιάτες περνούσαν δύσκολες στιγμές, ενώ οι θυσίες δεν έφερναν αποτέλεσμα· τότε ήταν που ο Παυσανίας σήκωσε τα μάτια του προς το ναό της Ηρας των Πλαταιέων κι έκανε επίκληση στη θεά, παρακαλώντας την με κανένα τρόπο να μη διαψεύσει τις ελπίδες τους.
Κι ενόσω αυτός έκανε ακόμη την επίκλησή του, οι Τεγεάτες ξεπετάχτηκαν πρώτοι απ' τις γραμμές τους και βάδιζαν εναντίον των βαρβάρων· κι αμέσως μετά την προσευχή του Παυσανία οι Σπαρτιάτες κάνοντας θυσίες πήραν ενθαρρυντικά προμηνύματα· κι όταν επιτέλους τα πήραν, βάδιζαν κι αυτοί εναντίον των Περσών, κι οι Πέρσες τους αντιμετώπιζαν ρίχνοντας βέλη.
Η πρώτη μάχη λοιπόν δόθηκε γύρω απ' τον φράχτη με τα γέρρα· κι όταν αυτός έπεσε, τότε πια γινόταν αγώνας αδυσώπητος και για πολλή ώρα ακριβώς δίπλα στο ναό της Δήμητρας, ώσπου έφτασαν σε μάχη σώμα με σώμα· γιατί οι βάρβαροι έπιαναν με τα χέρια τους τα δόρατα και τα κατατσάκιζαν.
Λοιπόν οι Πέρσες δεν υστερούσαν σε παλικαριά και σε σωματική δύναμη, αλλά δεν είχαν βαρύ οπλισμό κι επιπρόσθετα, τους έλειπε η γνώση και δεν κάτεχαν την τέχνη του πολέμου όσο οι αντίπαλοί τους. Λοιπόν, έτσι που ξεπετιούνταν μπροστά απ' τις γραμμές τους, ένας ένας και δέκα δέκα, άλλοτε περισσότεροι κι άλλοτε λιγότεροι, σχηματίζοντας πυκνές ανθρώπινες μάζες εισχωρούσαν στις γραμμές των Σπαρτιατών κι έβρισκαν το θάνατο.
Κι εκεί που τύχαινε να βρίσκεται ο ίδιος ο Μαρδόνιος, που πολεμούσε καβάλα σ' άσπρο άλογο και περιστοιχιζόταν από τα πρώτα παλικάρια, τους χίλιους επίλεκτους Πέρσες, εκεί οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν τη μεγαλύτερη πίεση. Λοιπόν, για όση ώρα ο Μαρδόνιος ήταν ζωντανός, οι δικοί του κρατούσαν τις θέσεις τους και κρατώντας μέτωπο στον εχθρό σκότωναν πολλούς Λακεδαιμονίους· απ' τη στιγμή όμως που σκοτώθηκε ο Μαρδόνιος και το τάγμα που τον περιστοίχιζε, κι ήταν το πιο δυνατό, γονάτισε, τότε λοιπόν το 'βαλαν στα πόδια και οι άλλοι και υποχώρησαν μπροστά στους Λακεδαιμονίους· γιατί το μεγαλύτερο μειονέκτημά τους ήταν η σκευή, καθώς ήταν χωρίς θωράκιση· δηλαδή αγωνίζονταν, απροστάτευτοι αυτοί, με εχθρούς βαριά οπλισμένους.
Τότε ήρθε η ώρα να δώσει ο Μαρδόνιος δίκαιη πληρωμή για το φόνο του Λεωνίδα, σύμφωνα με το χρησμό που δόθηκε στους Λακεδαιμονίους· κι απ' όλες τις νίκες που είδαμε στον καιρό μας την πιο λαμπρή την κερδίζει ο Παυσανίας, ο γιος του Κλεομβρότου, γιου του Αναξανδρίδα... Λοιπόν, βρίσκει το θάνατο ο Μαρδόνιος απ' το χέρι του Αριμνήστου, φημισμένου παλικαριού της Σπάρτης... Λοιπόν σώρευσαν όλα τα λάφυρα σ' ένα μέρος και πήραν το ένα δέκατο και το έβαλαν κατά μέρος για το θεό των Δελφών· μ' αυτά έκαναν το αφιέρωμα, τον χρυσό τρίποδα που στηρίζεται στο τρικέφαλο χάλκινο φίδι, ακριβώς δίπλα απ' το βωμό· διάλεξαν κι έβαλαν στην άκρη και για το θεό της Ολυμπίας, και μ' αυτά έκαναν το αφιέρωμα, το άγαλμα του Δία, δέκα πήχες ψηλό· και για το θεό του Ισθμού, και μ' αυτά έγινε το χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα, εφτά πήχες ψηλό.
Κι αφού έβαλαν αυτά κατά μέρος, τα υπόλοιπα τα μοίρασαν ανάμεσά τους, και πήρε η κάθε πόλη κατά την αξία της και παλλακίδες των Περσών και χρυσάφι κι ασήμι κι άλλα πολύτιμα πράματα και υποζύγια. Τώρα, από κανένα δεν έχω ακούσει πόσα διαλεχτά λάφυρα δόθηκαν τιμητικά σ' όσους αρίστευσαν στις Πλαταιές, πιστεύω όμως πως δόθηκαν και σ' αυτούς· τέλος, για τον Παυσανία διάλεξαν και του έδωσαν άφθονα απ' όλα, γυναίκες, άλογα, τάλαντα, καμήλες, κι επίσης κι από τ' άλλα λάφυρα.
Ο Βωμός Ελευθερίου Διός. Λίθινα θεμέλια αποδόθηκαν από τον ανασκαφέα Θ. Σπυρόπουλο στο βωμό που έκτισαν οι Ελληνες κατά παραγγελία του δελφικού μαντείου μετά τη νικηφόρα μάχη των Πλαταιών ( 479 π.Χ.) για να τιμήσουν τον Ελευθέριο Δία που τους χάρισε τη νίκη. Ο βωμός αποτελούσε κεντρικό μέρος της ετήσιας γιορτής των "Ελευθερίων". Το Πολυάνδριο πεσόντων πολεμιστών στη μάχη των Πλαταιών: Κοντά στο βωμό του Ελευθερίου Διός ανεσκάφη ορθογώνιος τάφος με πλάκες, που περιείχε πολλούς σκελετούς και καθόλου κτερίσματα. Κατά τον ανασκαφέα Θ. Σπυρόπουλο μπορεί να είναι το "κοινό μνημείο" των πεσόντων Ελλήνων στη μάχη του 479 π.Χ., όπου μεταφέρθηκαν τα οστά τους από τη θέση που είχαν ταφεί αρχικά. Σε όλη την έκταση που περικλείεται από τον οχυρωματικό περίβολο σώζονται λείψανα τουλάχιστον δέκα βυζαντινών εκκλησιών από τον 6ο-15ο αι. μ.Χ. που κτίστηκαν εν μέρει με αρχαίο υλικό.
Η Τελμησσός, μεταγενέστερα Αναστασιούπολις και Μάκρη ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Λυκίας, κοντά στα σύνορα της Καρίας, στην Μικρά Ασία. Ενίοτε συγχέεται με την Τελμησσό στην Καρία. Ο προστατευμένος λιμένας της Τελμησσού διαχωρίζεται από τον Κόλπο της Τελμησσού από ένα νησί.
Στον αρχαίο τόπο είναι χτισμένη σήμερα η πόλη Φετίγιε. Η Τελμησσός ήταν ανθηρή πόλη της Λυκίας, φημισμένη για τη σχολή μάντεων, την οποία συμβουλεύτηκαν, μεταξύ άλλων ο Λυδός βασιλέας Κροίσος, πριν κηρύξει πόλεμο κατά του Κύρου του Μεγάλου και ο Μέγας Αλέξανδρος, μετά την πολιορκία της Αλικαρνασσού. Σύμφωνα με την μυθολογία πήρε το όνομά της από τον Τελμισσό, γιο του θεού Απόλλωνα.
Στην πόλη υπήρχε μαντείο αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. έγινε μέρος της Περσικού Βασιλείου ενώ μετά την απελευθέρωση των πόλεων των παραλίων της Μικράς Ασίας που ήταν αποτέλεσμα της ήττας των Περσών από τους Έλληνες στους Περσικούς πολέμους, εντάχθηκε στη Δηλιακή συμμαχία. Καταλήφθηκε από τον Αλέξανδρο το 334 π.Χ.. Η Τελμησσός μετονομάστηκε σε Αναστασιούπολη τον 8ο αιώνα, προφανώς προς τιμή του αυτοκράτορα Αναστάσιου Β΄, αλλά δεν κράτησε επί μακρόν το όνομα. Η πόλη στη συνέχεια ονομάστηκε Μάκρη παίρνοντας το όνομα του νησιού στην είσοδο του λιμένα. Τούτο το όνομα μαρτυρείται για πρώτη φορά το 879. Ωστόσο, επιγραφή του 7ου αι. που ανακαλύφθηκε στο Γιβραλτάρ φέρει το εθνώνυμο "Μακριώτες" ίσως υποδεικνύει πρωιμότερη ύπαρξη του ονόματος Μάκρη.
Τα ερείπιά της βρίσκονται στη σημερινή πόλη Φετίγιε. Ο Αρίστανδρος επίσης Αρίστανδρος ο Τελμησσεύς ήταν μάντης της αρχαιότητας. Ακολούθησε την εκστρατεία του Αλεξάνδρου κατά των Περσών. Γεννήθηκε περί το 380 π.Χ., στην Τελμησσό της Λυκίας, κοντά στα σύνορα με την Καρία. Ήδη στην αυλή του Φιλίππου το 357/6, ερμήνευσε ορθά ένα όνειρο για την εγκυμοσύνη της Ολυμπιάδας.
Παρά το γεγονός ότι σήμερα ορισμένα περιστατικά για τη ζωή του δίπλα στον Αλέξανδρο θεωρούνται μυθεύματα, ο Αρίστανδρος ήταν μορφή που ασκούσε επιρροή κατά τις εκστρατείες του Αλεξάνδρου. Κείμενα του Αρίστανδρου μαρτυρούνται από τον Πλίνιο, τον Αρτεμίδωρο, Ωριγένη. Είναι πιθανό πως τα έργα που τού αποδίδονται είναι προϊόντα μιας Αριστανδρικής σχολής μάντεων, καθώς η πατρίδα του Αρίστανδρου, η Τελμησσός της Λυκίας ήταν παροιμιώδης για την αγάπη της στους μάντεις.
Υπήρχε επίσης η φήμη ότι ο βασιλιάς Φίλιππος Β' είχε κάποτε κρυφοκοιτάξει από μια χαραμάδα στην κρεβατοκάμαρά του και είδε την Ολυμπιάδα να αγκαλιάζει ένα φίδι. Η προφανής εξήγηση, ότι δηλαδή επρόκειτο απλώς για ένα από τα ζώα της στο πλαίσιο την Διονυσιακής της λατρείας, δεν του πέρασε από το μυαλό. Πεπεισμένος ότι ήταν είτε μάγισσα είτε ερωμένη κάποιου μεταμφιεσμένου θεού, άρχισε να αποφεύγει τις συζυγικές σχέσεις μαζί της.
Ήταν μάλιστα τόσο αναστατωμένος, ώστε απευθύνθηκε για το πρόβλημά του στο Μαντείο των Δελφών και πήρε μια πολύ συγκεκριμένη απάντηση: Εφεξής, του είπαν έπρεπε να σέβεται ιδιαίτερα τον Άμμωνα Δία, στην εξελληνισμένη αιγυπτιακή θεότητα, της οποίας ο ναός και το μαντείο βρισκόταν στην όαση της Σίβα, στα σύνορα της Λιβύης. Επίσης, θα έχανε το μάτι που είχε δει «τον θεό με τη μορφή ερπετού, να μοιράζεται το κρεβάτι της συζύγου του». Η πιο αποκαλυπτική λεπτομέρεια είναι η «πρόβλεψη» σχετικά με το μάτι του Φιλίππου, το οποίο πράγματι χάθηκε στην πολιορκία της Μεθώνης το 354 π.Χ., δύο χρόνια μετά τη γέννηση του Αλέξανδρου.
Ο Αλέξανδρος του Φιλίππου Β' και της Ολυμπιάδας, γεννήθηκε τον Ιούλιο του 356 π.Χ., πιθανώς την 20η ή 26η Ιουλίου, στην Πέλλα, πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους. Σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκε την ίδια νύχτα που ο Ηρόστρατος πυρπόλησε τον ναό της Άρτεμης στην Έφεσο, με τους μάντεις και ιερείς να ερμηνεύουν το γεγονός ως οιωνό της υποταγής της Ασίας.
Σύμφωνα με την παράδοση, η γενεαλογία του ανάγεται σε δύο κεντρικές μορφές της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, αυτή του ημίθεου Ηρακλή, ο οποίος υπήρξε γενάρχης της δυναστείας των Αργεαδών Μακεδόνων, και αυτή του ήρωα Αχιλλέα, ο γιος του οποίου, ο Νεοπτόλεμος, ίδρυσε τον βασιλικό οίκο των Μολοσσών, μέλος του οποίου ήταν η μητέρα του Ολυμπιάδα. Η θρυλούμενη καταγωγή του Αλέξανδρου συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, από τα πρώτα έτη του βίου του.
Η θεωρία της θεϊκής καταγωγής του Αλεξάνδρου είχε αρχικά διατυπωθεί από τη μητέρα του, την Ολυμπιάδα, πριν ακόμη τον συλλάβει, η οποία είχε αναφέρει ότι κάποιο βράδυ, κατά την προετοιμασία του γάμου της και πριν κοιμηθεί για πρώτη φορά με τον Φίλιππο, είδε ένα όνειρο.
Σε αυτό άκουσε πρώτα μία βροντή, μετά έπεσε στην κοιλιά της ένας κεραυνός και ξέσπασε σε φλόγες, που έσβησαν διασκορπιζόμενες στο χώρο. Εφόσον αυτή είναι αυθεντική διήγηση της Ολυμπιάδας και δεν της αποδόθηκε εκ των υστέρων, είναι σαφής η επιδίωξή της. Το παιδί, που θα έφερνε στον κόσμο ανήκε στον θεό, που είχε χαρακτηριστικά την βροντή και τον κεραυνό, δηλαδή τον Δία και όχι στον θνητό σύζυγό της.
Ο Φίλιππος όμως ήδη είχε ένα νόθο γιο και για διάδοχο στο θρόνο χρειαζόταν ένα γνήσιο δικό του άρρεν τέκνο. Δεν χρειαζόταν ένα τέκνο της συζύγου του, έστω από κάποιον θεό, ούτε κόρη του Δία χρειαζόταν, που οι απόγονοί της θα μπορούσαν να απειλήσουν την ανδρική γραμμή διαδοχής των Αργεαδών, οι οποίοι κατάγονταν από τον Ηρακλή. «Ωθήθηκε» λοιπόν να δει ένα όνειρο, που διόρθωνε εκείνο της Ολυμπιάδας.
Σύμφωνα με αυτό είδε ότι έβαλε στην κοιλιά της την σφραγίδα του, που είχε σχήμα λέοντα. Κατόπιν ο μάντης Αρίστανδροςγνωμάτευσε ότι ουδεμία σφραγίδα αποτυπώνεται επάνω σε κάτι κενό, άρα το όνειρο αποδείκνυε ότι η Ολυμπιάδα θα έμενε έγκυος από τον Φίλιππο και ότι το παιδί θα είχε χαρακτήρα λιονταριού. Έτσι ο Φίλιππος «έσβησε τις φωτιές» που παραλίγο να του ανάψει η Ολυμπιάδα με τους κεραυνούς του Δία.
Τη νύχτα της γέννησης του Αλέξανδρου, σύμφωνα με την παράδοση, κάηκε ο ναός της Αρτέμιδος. Οι ντόπιοι Πέρσες μάγοι το ερμήνευσαν αυτό ως οιωνό κι άλλων καταστροφών που θα ακολουθούσαν. «Έτρεχαν πέρα-δώθε χτυπώντας τα πρόσωπα τους και κραυγάζοντας ότι θρήνος και μεγάλη συμφορά για την Ασία είχε γεννηθεί εκείνη τη μέρα», ένας εμπρηστής που ήταν γραφτό να καταστρέψει ολόκληρη την Ανατολή.
Και στο Φίλιππο ήρθαν εκείνο τον καιρό τρεις αγγελίες, η μια ότι οι Ιλλυριοί είχαν νικηθεί σε μεγάλη μάχη από το στρατηγό Παρμενίωνα, η δεύτερη ότι νίκησε στην Ολυμπία με άλογο ιππασίας και η τρίτη ότι γεννήθηκε ο Αλέξανδρος. Για όλα αυτά εκείνος χάρηκε και ακόμα περισσότερο οι μάντες μεγάλωσαν τη χαρά του, όταν αποφάνθηκαν πως το παιδί μια που γεννήθηκε ταυτόχρονα με τις παραπάνω νίκες, θα ήταν ανίκητο.
Προτού φύγει, λοιπόν, για την μεγάλο πόλεμο, ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε το Μαντείο των Δελφών. Εκεί βρήκε μία γηραιά Πυθία η οποία ήταν βυθισμένη στις προσευχές της και δεν χρησμοδοτούσε πλέον.
Ο Αλέξανδρος, μη θέλοντας να περιμένη, την εσήκωσε λίγο βίαια, αλλά με τρυφερότητα, για να την φέρη στο Ιερό του Απόλλωνος, δίδοντάς της εντολή να χρησμοδοτήση, ώστε να ακούση την Πυθία να μιλάη για την εξέλιξη που θα είχε η μεγάλη εκστρατεία του. Και όπως εκείνη έμεινε κατάπληκτη για την «ασέβειά» του και του αντιστεκόταν, ο Αλέξανδρος την αγκάλιασε ελαφρά από την μέση και γελαστός την τραβούσε προς την πόρτα του Ιερού.
Ασφαλώς και το ευγενικό φέρσιμο του θρυλικού νέου, θα πρέπει να συγκίνησε την γηραιά Πυθία, ένα ανθρώπινο πλάσμα που μια ζωή ζούσε σε μυστικοπαθή απομόνωση. Γι’ αυτό και χαμογέλασε λέγοντάς του τρυφερά: «Γιε μου, είσαι ακαταμάχητος»! Ο Αλέξανδρος, ακούγοντας τα λόγια της γηραιάς Πυθίας, την άφησε ελεύθερη και μ’ ένα επιφώνημα χαράς εφώναξε σ’ αυτούς που τον συνόδευαν: « Ο χρησμός εδόθη από την Πυθία. Είμαι ακαταμάχητος!»
Σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του, ο Μέγας Αλέξανδρος προσέφερε θυσίες πολύ συχνά, όπως μαρτυρούν οι ιστορικοί. Αποδεικνύεται δηλαδή πως ήταν ιδιαίτερα επιμελής στο να προσφέρει θυσίες σύμφωνα με τις συνήθειές ή όπως του υποδείκνυαν οι μάντεις.
Βέβαια, πολλές φορές ακολουθούσε πιστά το δικό του στρατηγικό σχέδιο και αγνοούσε όσα του έλεγαν οι μάντεις. Υπάρχουν όμως και κάποιες περιπτώσεις, όπου στις θυσίες του Αλεξάνδρου είναι εμφανής ο συνήθης φόβος του ανθρώπου για το μέλλον αλλά και η ανάγκη του να εξασφαλίσει την εύνοια των θεών, όπως είναι για παράδειγμα οι δύο διαδοχικές θυσίες που έκανε κατά τη διάβαση του Ελλήσποντου, στη μεν ευρωπαϊκή ακτή στον τάφο του Πρωτεσίλαου, στη δε ασιατική ακτή στο βωμό του Ερκείου Διός.
Επίσης, στις θυσίες των τελευταίων ημερών της ζωής του, φαίνεται ότι τον Αλέξανδρο διακατείχε ο φόβος του πρόωρου θανάτου. Μια από τις σημαντικότερες ομάδες μη στρατιωτικών ακολούθων ήταν οι μάντεις, όπως ο Αρίστανδρος από την Τελμισσό και ο Κλεομένης από τη Σπάρτη.
Ερμήνευαν τους οιωνούς και τα παράξενα όνειρα και συμβούλευαν τον βασιλιά. Ο Πλούταρχος είχε περιγράψει ότι κάποια στιγμή ο Αρίστανδρος έκανε θυσία και είδε ότι η πόλη της Τύρου θα κυριευόταν εκείνο τον μήνα. Εν τω μεταξύ οι Μακεδόνες πολιορκούσαν για μήνες την φοινικική πόλη.
Όταν ο Αρίστανδρος ανακοίνωσε την προφητεία του, οι στρατιώτες γέλασαν γιατί εκείνη ήταν η τελευταία μέρα του μήνα. Τότε, ο Αλέξανδρος διέταξε να μην θεωρείται εκείνη η μέρα η τριακοστή αλλά η εικοστή όγδοη και αμέσως να γίνει επίθεση, με αποτέλεσμα η πόλη να κυριευτεί σε μερικές ώρες, όπως είχε προφητεύσει ο μάντης.
Περί το 325 π.Χ, κατά την διάρκεια της εκστρατείας στην Ινδία και συγκεκριμένα στην πολιορκία εναντίον των Μαλλών και Οξυδαρκών στην Ινδία, όταν τα τμήματα υπό τον Αλέξανδρο και τον Περδίκκα αντίστοιχα, ετοιμάζονταν να προσβάλουν τα τείχη, ο μάντης Δημοφών είπε στον Αλέξανδρο να εγκαταλείψει την πολιορκία, διότι οι οιωνοί προέβλεπαν σοβαρό τραυματισμό του. Είναι βέβαιον ότι ο Αλέξανδρος είχε σοβαρούς λόγους να είναι οργισμένος με τους μάντεις της ακολουθίας του, οι οποίοι αντί να τον βοηθούν να χειραγωγεί τη στρατιά, του έφερναν εμπόδια.
Όταν τον προκαλούσαν οι Σκύθες στον Ιαξάρτη, στην Κεντρική Ασία, ο Αρίστανδρος αρνήθηκε να παρερμηνεύσει τους δυσμενείς οιωνούς και όταν οι Μακεδόνες αρνήθηκαν να προχωρήσουν πέρα από τον Ύφασι, οι μάντεις και πάλι αρνήθηκαν να παρερμηνεύσουν τους δυσμενείς οιωνούς. Έτσι ο Αλέξανδρος επέπληξε ευθέως τον Δημοφώντα, διότι η μαντεία του υπονόμευε την μαχητικότητα των Μακεδόνων και προχώρησε στην πολιορκία.
Οι Ινδοί δεν τόλμησαν να πλησιάσουν περισσότερο, αλλά τον περικύκλωσαν και του έριχναν ό,τι εύρισκαν. Μόλις έφτασαν δίπλα του και οι άλλοι τρεις Μακεδόνες, ο Αβρέας χτυπήθηκε από βέλος στο πρόσωπο και σκοτώθηκε, ενώ ένα άλλο βέλος χτύπησε τον Αλέξανδρο στο στήθος. Διαπέρασε τον λινοθώρακα και καρφώθηκε στα πλευρά πάνω από τον αριστερό μαστό.
Παρά τον σοβαρό τραυματισμό του συνέχισε να μάχεται για λίγο, αλλά μετά λιποθύμησε από την αιμορραγία. Αναστατωμένοι από τα λάθη τους και έξαλλοι από τον τραυματισμό του βασιλιά τους, ο οποίος δεν ήξεραν αν ζούσε ή όχι, οι Μακεδόνες έσφαξαν όλους τους Μαλλούς, ακόμη και τα γυναικόπαιδα.
Μόλις έβγαλαν την ακίδα, προκλήθηκε μεγάλη αιμορραγία και ο Αλέξανδρος ξανάχασε τις αισθήσεις του. Αυτός που αφαίρεσε το βέλος, ήταν ο ιατρός Κριτόδημος από την Κω και του γένους των Ασκληπιαδών.
Επειδή η ψυχολογία της στρατιάς είχε κλονιστεί σοβαρά, όταν το πλοίο σταμάτησε στην όχθη, ο Αλέξανδρος δεν δέχθηκε να ανεβεί σε φορείο, αλλά πήγε έφιππος ως τη σκηνή του, όπου αφίππευσε και περπάτησε, για να πεισθούν όλοι ότι δεν είχε πάθει κάποια ανεπανόρθωτη βλάβη. Από το πλοίο ως τη σκηνή του η στρατιά τον επευφημούσε, τον χειροκροτούσε και τον έραινε με ταινίες και λουλούδια.
Για τον Αλέξανδρο, η αρχή του τέλους φαίνεται ότι ήταν, σύμφωνα πάντα με τους μάντεις, η είσοδος στη Βαβυλώνα. Είχε προηγηθεί βέβαια και ο θάνατος του Ηφαιστίωνα, που τον είχε καταβάλει ψυχολογικά, κάτι που αναφέρει και ο Αρριανός.
Μόλις τον είδαν να πλησιάζει στη Βαβυλώνα, Χαλδαίοι αστρολόγοι και ιερείς, βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Αλέξανδρο, τον οποίο αφού πλησίασαν του είπαν να μην μπει στη Βαβυλώνα, έστω προσωρινά, επικαλούμενοι τον θεό Βήλο, που τους το είπε με την ίδια του τη φωνή.
Ο Πλούταρχος, αναφέρει πως ο Μακεδόνας βασιλιάς δεν έδωσε σημασία στη συμβουλή των Χαλδαίων, όμως πλησιάζοντας τα τείχη της πόλης είδε κοράκια να τσακώνονται και κάποια νεκρά να πέφτουν μπροστά του. Αν και μπήκε στη Βαβυλώνα η εικόνα αυτή έμεινα χαραγμένη στη μνήμη του.
Τον Αριστόβουλο, τον ιστορικό που συνόδεψε τον Μέγα Αλέξανδρο στις εκστρατείες του, επικαλείται ο Αρριανός και αναφέρει πως αρχηγός των δυνάμεων στη Βαβυλώνα ήταν ο στρατηγός Απολλόδωρος ο Αμφιπολίτης, ο οποίος και ξεκίνησε με τα τμήματά του για να συναντήσει τον Αλέξανδρο που επέστρεφε από την Ινδική.
Ο Απολλόδωρος, τρομαγμένος απ’ τις βαριές τιμωρίες που είχε επιβάλει σε άλλους ο Αλέξανδρος, έγραψε στον αδελφό του Πυθαγόρα, έναν από τους μάντεις του Μακεδόνα βασιλιά, να του πει τι θα γίνει. Ο Πυθαγόρας, ήταν «σπλαχνοσκόπος», δηλαδή εξέταζε τα σπλάχνα των ζώων που θυσίαζε και από εκεί προέβλεπε το μέλλον.
Όταν λοιπόν ο μάντης ρώτησε τον αδερφό του για ποιόν θέλει να μάθει, αυτός του απάντησε για τον Αλέξανδρο και τον Ηφαιστίωνα. Έτσι ο μάντης από την Αμφίπολη, θυσιάζει το πρώτο ζώο και γράφει στον αδερφό του πως ο Ηφαιστίωνας σε λίγο δεν θα υπάρχει ανάμεσά τους. Το γράμμα του Πυθαγόρα έφτασε στον Απολλόδωρο μια μέρα πριν πεθάνει ο Ηφαιστίωνας. Παράλληλα θυσιάζει για τον Αλέξανδρο και βρίσκει το ίδιο αποτέλεσμα.
Το γράφει και αυτό στον Απολλόδωρο, ο οποίος όμως για να δείξει στον Αλέξανδρο πως νοιάζεται για κείνον περισσότερο και από τον εαυτό του, του λέει για την μαντεία του Πυθαγόρα, η οποία επιβεβαιώθηκε εν τω μεταξύ για τον Ηφαιστίωνα, και του λέει να προσέχει από κάθε κίνδυνο. Όταν έφτασε στη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος, κάλεσε τον Πυθαγόρα και τον ρώτησε για τα σημάδια που είδε και για τα οποία έγραψε στον αδερφό του. Τότε ο Πυθαγόρας του λέει πως το συκώτι του ζώου που θυσίασε δεν είχε λοβό, και αυτό είναι πολύ κακό.
Το σημείο αυτό αναφέρει και ο Πλούταρχος, σημειώνοντας ότι ο Αλέξανδρος τον ρώτησε για τη φύση των σπλάχνων των ιερών σφαγίων, αυτός απάντησε ότι το συκώτι δεν έχει λοβό είπε «αλίμονο είναι σημαντικό σημάδι».
Ο Αλέξανδρος ευχαρίστησε το μάντη και απόρησε, για την σύμπτωση της ελληνικής μαντείας με όσα του είχανε πει οι μάγοι αστρολόγοι, αποτρέποντάς τον να εισέλθει στη Βαβυλώνα. Ο προβληματισμός αυτός τον καταδίωκε μέχρι τέλους.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Σύντομα ο Αλέξανδρος αρρώστησε και έχοντας υψηλό πυρετό, κατάκοιτος και μη μπορώντας να μιλήσει πια πέθανε, στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ. Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώθηκε η πρόβλεψη του Πυθαγόρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου